ΘΑΝΑΣHΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Δρ. Θεολογίας, αρχισυντάκτης του περιοδικού Σύναξη

Αθήνα    E-mail: paptam [at] windowslive.com

Ιεραποστολή με τον τρόπο του Χριστού

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πάντα τα Έθνη 93 (2005), σσ. 3-4.

Η Ανάσταση του Χριστού σήμανε την απαρχή μιας νέας συμπαντικής δυνατότητας: Ολόκληρη η ανθρωπότητα προσκαλείται να μπολιαστεί στο αναστημένο Σώμα του Χριστού και να πορευτεί προς την μελλούμενη, τελική ανακαίνιση σύμπασας της κτίσης, δηλαδή προς αυτό που η Εκκλησίας αποκαλεί Βασιλεία του Θεού. Η Βασιλεία αυτή σκιαγραφείται ως κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό και ως κατάργηση όλων των δυνάμεων που κολοβώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη:του θανάτου, του πόνου και του κακού σε κάθε τους μορφή.

Έτσι, η ιστορία κατανοείται ως το διάστημα εντός του οποίου συγκροτείται το Σώμα του Χριστού. Η συγκρότηση αυτή δεν αφορά μια μονομερή ή αυτόματη πράξη του Θεού, αλλά την περιπέτεια της συνέργειας Θεού και ανθρώπου.

Σ’ αυτό το έργο έχει προσκληθεί κάθε πιστός, ακριβώς βάσει του γεγονότος ότι είναι μέλος του Σώματος του Χριστού. Το έργο του Θεού πραγματώνεται μέσα από μια αδιάκοπη σειρά σταλσιμάτων: Ο Πατήρ απέστειλε στον κόσμο τον Υιό και αυτός αποστέλλει τους μαθητές του (Ιω. 17:18). Έτσι, μια Εκκλησία είναι αυθεντική όταν – συν τοις άλλοις – αποστέλλει και αποστέλλεται στον κόσμο, όπως σημειώνεται και στο Σύμβολο της Πίστεως (“Πιστεύω… εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν ἐκκλησίαν”). Είναι, συνεπώς, λάθος όταν η Ιεραποστολή θεωρείται κάτι διαφορετικό (κάτι σαν παραπανήσια πολυτέλεια) από αυτή καθαυτή την Αποστολή της Εκκλησίας.

Ενώ, όμως, η ίδια η φύση της Εκκλησίας είναι αποστολή (στάλσιμο) και άνοιγμα προς τον κόσμο, δεν σημαίνει ότι κάθε αποστολή και κάθε άνοιγμα είναι όντως εκκλησιαστικό. Χαρακτηριστικά και κυρίαρχα ανοίγματα στις μέρες μας είναι, π.χ., ο Ιμπεριαλισμός (η βίαιη εισβολή) και το Μάρκετιν (η ήπια προσέγγιση).

Για να είναι αληθινά εκκλησιαστική η εκκλησιαστική (ιερ)αποστολή, δεν αρκεί να ασκείται στο όνομα του Χριστού, αλλά να ασκείται και με τον τρόπο του Χριστού. Ας μας επιτραπούν δυο παραδείγματα: Ο ιμπεριαλιστικός τύπος ιεραποστολής είναι εκείνος που είναι πρόθυμος να σύρει τους άλλους στην “αλήθεια” του πατώντας στο πτώμα της ελευθερίας τους. Από την άλλη, ο φορέας του μάρκετιν κατορθώνει όντως να φτάσει τον κόσμο και να μιλήσει τη γλώσσα του· μπορεί ακόμη και μια καμπάνια υπέρ των σεισμοπλήκτων να διοργανώσει, ποτέ όμως δεν θα γίνει εκούσια σεισμόπληκτος. Ο κόσμος τον περι-βάλλει· δεν γίνεται σάρκα του. Κι εδώ έγκειται η διαφορά. Η εκκλησιαστική (ιερ)αποστολή οφείλει να φέρει δύο βασικά χαρακτηριστικά: αφενός την κένωση (την ταπεινότητα, το άδειασμα από το όποιο μεγαλείο μας) και αφετέρου τη σάρκωση (τη βίωση της οδύνης του άλλου). Ο Χριστός δεν επισκέφτηκε απλώς τους θνητούς· γεύτηκε θάνατο ο ίδιος. Συνακόλουθα, στην εμπειρία και τη δράση της Εκκλησίας ο κόσμος δεν αντιμετωπίζεται σαν περιτύλιγμα, αλλά προσλαμβάνεται και γιατρεύεται ως σάρκα.

Υπάρχουν δύο κατευθύνσεις που συχνά θεωρούνται διαφορετικές ή και αντίθετες: αφενός το να προσκαλέσεις τον άλλον στην πίστη της Εκκλησίας· αφετέρου το να σταθείς αλληλέγγυος στα θύματα και στους καταπιεσμένους ανεξάρτητα από την πίστη και την εθνικότητά τους. Για τον εκκλησιαστικό άνθρωπο, ωστόσο,  δεν πρόκειται παρά για αλληλοπεριχωρούμενες αλήθειες. Αν η (ιερ)αποστολή είναι η μαρτυρία ενός Θεού Τριαδικού (δηλαδή ενός Θεού που είναι – ας μου επιτραπεί η έκφραση – μια αιώνια συντροφιά), τότε τόσο η θεολογική διδαχή όσο και η έμπρακτη σύγκρουση με τις δυνάμεις της κοινωνικής αδικίας, εδράζονται στον τριαδικό τρόπο ύπαρξης. Οι Χριστιανοί, ως πιστοί ενός Θεού απεσταλμένου στον κόσμο “πρέπει να κατανοούν πως η κοινωνική αθλιότητα είναι η συνεχιζόμενη αγωνία του Xριστού, που υποφέρει ακόμη στο πρόσωπο των μελών του” (π. Γ. Φλωρόφσκυ).

Πρόβλημα δεν αποτελεί μόνο μια αδρανής Εκκλησία, αλλά και μια Εκκλησία που δρα αλαζονικά, με τη σιγουριά ότι έχει τάχα εξασφαλισμένη τη χάρη του Θεού και δεν ανατριχιάζει στην υποψία ότι – παρ’ όλο που είναι Εκκλησία – μπορεί να εκπέσει της χάριτος! Την όποια δραστηριότητα τίποτα δεν τη δικαιώνει αυτομάτως· ούτε καν οι κόποι που καταβάλλονται και οι θυσίες που γίνονται. Έσχατο κριτήριο είναι η Αγάπη (πρβλ. A΄ Κορ. 13:1-3). Αλλιώς, καραδοκεί για όλους μας ο καυτηριασμός των Φαρισαίων από τον Χριστό, όταν τους αποδοκίμασε επειδή υποβάλλονταν μεν σε πλήθος ταλαιπωριών και θυσιών για να μεταστρέψουν έστω και έναν άνθρωπο στην πίστη του Θεού, αλλά τελικά τον έκαναν να αξίζει την κόλαση δυο φορές περισσότερο απ’ ό,τι οι ίδιοι (Ματθ. 23:15)!

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η Ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008.

Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, “Ιεραποστολή και Εσχατολογία”: στο συλλογικό τόμο Εκκλησία και Εσχατολογία (Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Ι. Μητροπόλεως Δημητιάδος), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σσ. 171-190.

Φωτογραφία: από Μητρόπολη Νιγηρίας