Εύη Βουλαγαράκη-Πισίνα

(Μελέτη στο Βίο, την Πολιτεία και τη Διδασκαλία του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου)

Μπορείτε να δείτε το κείμενο και με τις παραπομπές (σε μορφή pdf) εδώ.

1.1. Έρημος και κοινωνία

Η ένταση μεταξύ ερήμου και κοινωνίας αποτυπώνει ίσως την ανθρωπολογική αλήθεια της διαφοράς των ανθρώπινων κλίσεων, ιστορικά δε συνοδεύει το χριστιανισμό από τους πρώτους αιώνες της ανάπτυξής του. Με την ανάπτυξη του μοναχικού κινήματος ως κινήματος διαμαρτυρίας ενάντια σε έναν ολοένα και πιο εκκοσμικευμένο χριστιανισμό -που αντιτίθεται όχι στην άλωση της αυτοκρατορίας αφ’ εαυτής, αλλά στις διαδικασίες προσαρμογής της πίστης που απαιτούνται ώστε να πραγματωθεί αυτή η πνευματική και κοινωνική κυριαρχία- η ένταση οξύνεται ιδιαίτερα. Μοιάζει ενίοτε με μια διελκυνστίδα, της οποίας τα άκρα τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Ο μοναχισμός παρουσιάζεται ως ένα κίνημα ρήξης με (ή έστω φυγής από και αντίθεσης σε) ένα χλιαρό ήθος, το οποίο μοιάζει να έχει λησμονήσει την εσχατολογική προσδοκία του ερχομού του Χριστού και μάλλον προσανατολίζεται προς τα εγκόσμια: τη συμφιλίωση και τη λειτουργική ένταξη των χριστιανών στον κόσμο, που είναι η ανάστροφη, επικίνδυνη όψη του νομίσματος της ποσοτικής διάδοσης της χριστιανικής πίστης και ενός σταδιακού, νομιναλιστικού ως ένα βαθμό, εκχριστιανισμού της ρωμαϊκής οικουμένης. Οι μοναχοί και οι μοναχές, πιστοί στο πνεύμα που εκφράζει με τρόπο σαφή το αίτημα της Κυριακής Προσευχής «ελθέτω η Βασιλεία Σου ως εν ουρανώ και επί της γης», ζητούν να βιώσουν τον καθρεφτισμό της εσχατολογικής πραγματικότητας στο τώρα. Εικόνες της εσχατολογικής τάξεως συνιστούν οι τρεις μοναχικές αρετές: α) η παρθενία εικονίζει τον αγγελικό βίο της κοινωνίας των εσχάτων, μιας κοινωνίας ζωής που δεν είναι δέσμια στη βιολογική συνέχεια του ανθρώπινου είδους και στην ιδέα μιας οριζόντιας αθανασίας στα πλαίσια της θνητότητας, β) η πτωχεία εκφράζει την άρση των κοινωνικών αντιθέσεων, της κοινωνικής αδικίας και της δουλείας στα αγαθά, καθώς στον μέλλοντα αιώνα κάθε ανάλογη εξάρτηση, ακόμα και η ανάγκη της τροφής, καταλύεται και γ) η υποταγή στο θέλημα του Θεού γνωρίζεται ως η ύψιστη μορφή ελευθερίας και κοινωνικά μεταγράφεται σε άλλες μορφές υπακοής, κυρίως στον γέροντα.

Όμως η ιστορία δεν προχωρά μόνο ή κυρίως με αντιθέσεις. Κεντρική κινητήρια δύναμη είναι οι συνθέσεις. Έτσι, σύντομα βρέθηκε ο τρόπος να γεφυρωθεί η ρήξη μεταξύ μοναχισμού και Εκκλησίας εν τω κόσμω ή, όπως συχνά λέγεται, μεταξύ θεσμών και χαρισματούχων, και ο μοναχισμός θεωρήθηκε ως το ζωογόνο εμβόλιο, η πνευματική πρωτοπορία του εκκλησιαστικού σώματος, διατηρώντας τον λαϊκό χαρακτήρα του.

Στο εσωτερικό του μοναχισμού, από πολύ νωρίς, σχεδόν από τις απαρχές, η άσκηση έπαψε να έχει το χαρακτήρα της φυγής και της μόνωσης, και απέκτησε ή διατήρησε έναν έντονα κοινωνικό χαρακτήρα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί αλλιώς, όχι μόνο για πρακτικούς λόγους αλλά και για θεολογικούς, σε μια θρησκεία που όχι μόνο διήκουσα έννοια, ή κεντρικό γνώμονα του ήθους της, αλλά και Θεό της, έχει την Αγάπη; Η Αρχή και το Τέλος, ο Τριαδικός Θεός είναι Αγάπη. Η ομοίωση προς Αυτόν είναι ο σκοπός της πνευματικής πορείας του ανθρώπου. Δεν υπάρχει λοιπόν ατομική σωτηρία, και η κοινωνικότητα είναι εγγενώς εγγεγραμμένη στους κώδικες της μοναστικής πνευματικότητας, χωρίς αυτό βέβαια να εξομοιώνει την ποικιλία των ανθρώπινων δρόμων και επιλογών στην κατεύθυνση μιας και μόνης πολιτικά (ή θεολογικά) ορθής διαδρομής.

1.2. Έρημος και Ιεραποστολή

Ειδική όψη της έντασης μεταξύ ερήμου και κοινωνίας είναι το δίπολο έρημος και ιεραποστολή. Η ιεραποστολή είναι η μέριμνα για την πνευματική υπόσταση και την προσωπική αυτοσυνειδησία του κάθε ανθρώπου, που νοείται ως αδελφός, και από την άποψη αυτή στοιχείται μαζί με τα κάθε λογής έργα διακονίας, τα αφορώντα περισσότερο στο «σώμα» του ανθρώπου. Συνάμα όμως δεν μπορεί να αντιδιαστέλλεται από αυτά καθώς ο άνθρωπος είναι μια ψυχοσωματική ενότητα, γι’ αυτό και στη ζωή της Εκκλησίας η ιεραποστολή και η κοινωνική διακονία συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους ως γνήσια έκφραση του χριστιανικού ήθους και της αγάπης. Είναι φανερή η εσχατολογική προοπτική που ενυπάρχει στην ιεραποστολική πράξη, όπως και στη μοναστική φιλανθρωπία, η οποία δεν γίνεται εκ του περισσεύματος, αλλά εκφράζει τη διάθεση της κοινής νομής των αγαθών, ως τύπο της Βασιλείας του Θεού.

Η στενή σχέση μεταξύ μοναχισμού και ιεραποστολής έχει επισημανθεί κατά καιρούς από ορισμένους μελετητές, όχι όμως πάντοτε επαρκώς σε ό,τι αφορά την ορθόδοξη Εκκλησία. Τα αίτια είναι κατά τη γνώμη μας διττά:

α) Το δίπολο μεταξύ ερήμου και κοινωνίας, ειδικότερα δε ιεραποστολής, μεταγράφεται από πολλούς ως δίπολο μεταξύ μυστικισμού και δράσης, πνευματικότητας και ακτιβισμού. Ο ορθόδοξος μοναχισμός συνήθως εγγράφεται στην πρώτη ομάδα, είτε οι ερευνητές συγκινούνται από την ασκητική μοναστική πνευματικότητα, είτε μέμφονται την έλλειψη «κοινωνικού ενδιαφέροντος». Δεν γίνεται όμως συχνά κατανοητός ο ολιστικός χαρακτήρας της πνευματικότητας αυτής και ο εγγενώς κοινωνικός της χαρακτήρας. Η θεώρηση αυτή κινείται μάλλον στα πλαίσια μιας φαινομενολογίας της πνευματικότητας, χωρίς να εμβαθύνει επαρκώς στην ουσία. Αν δε ενίοτε η δυτική έρευνα υπογραμμίζει τη συμμετοχή των μοναχών σε έργα φιλανθρωπίας, όπως π.χ. με αφορμή το ρυθμιστικό και καταστατικό και για τη Δύση έργο του Μ.Βασιλείου, τείνει να αγνοεί σε μεγάλο βαθμό την ιεραποστολική συνεισφορά τους. Αυτό συμβαίνει και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι:

β) Η δυτική κατανόηση της ιεραποστολής κατά τα νεότερα χρόνια, συνδεμένη με τις πολύ ακτιβιστικές και επιθετικές ενίοτε πρακτικές της που καθοδηγούνταν από το όραμα της εξάπλωσης της χριστιανικής πίστης, βαίνουσα συχνά παράλληλα με την πολιτική εξάπλωση, έχει έντονα προσδιορίσει την έννοια και την κατανόηση της ιεραποστολής, ως ένα βαθμό μέχρι και σήμερα. Η έντονη κριτική που έχει δεχτεί η ιεραποστολή, ιδίως μετά την ανάπτυξη του «τριτοκοσμικού» εθνικισμού και των κινημάτων ενάντια στην αποικιοκρατία, ή την επανεκτίμηση της γενοκτονίας των ινδιάνων στην Αμερική, το πέρασμά της σε φάση ωριμότερη λόγω του εκδημοκρατισμού των συχνά «λαϊκών» κρατών στη Δύση, αλλά και λόγω της ανάπτυξης μιας θεολογικότερης εσωτερικής αυτοσυνειδησίας, στην οποία έχουν συμβάλει και οι ορθόδοξοι, έχει ως ένα βαθμό οδηγήσει στη σταδιακή μετατόπιση του νοηματικού περιεχομένου του όρου, χωρίς ωστόσο η ιεραποστολή να έχει οριστικά απογαλακτιστεί από το βαρύνον ιστορικό της παρελθόν.

2.1. Ο Χρυσόστομος

Το θέμα της σχέσης μεταξύ μοναχισμού και ιεραποστολής θα επιχειρήσουμε να ερευνήσουμε στη συνέχεια στο βίο, την πολιτεία και τη διδασκαλία του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου.

Η επιλογή του Χρυσοστόμου δεν σχετίζεται με τον καθοριστικό χαρακτήρα του ογκωδέστατου έργου του για την ορθόδοξη θεολογία, σε μια εποχή (4ο αιώνα) προσδιοριστική της ταυτότητας της ορθόδοξης θεολογίας, αλλά και για τη διττή αγάπη του, τόσο προς το μοναχισμό, όσο και προς την ιεραποστολή.

Στην ιστορία της έρευνας οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Χρυσόστομος είναι ένας Πατέρας της Εκκλησίας που στις γενικές πατρολογικές ή ιστορικές μελέτες συνήθως δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μοναχούς και τους ασκητές. Αυτό συμβαίνει ως ένα βαθμό, γιατί για τους περισσότερους προέχει το ποιμαντικό του έργο. Συχνά όμως αγνοείται η συμβολή του στη χριστιανική άσκηση και πνευματικότητα, ενώ ορισμένοι, παρερμηνεύοντας επιμέρους δηλώσεις του ιερού Πατρός, φθάνουν στο σημείο να τον θεωρούν «εχθρό του μοναχισμού»!

Τη σημαντική συμβολή του στο έργο της ιεραποστολής, επισημαίνουν πολλοί μελετητές. Ειδικά με το θέμα έχουν ασχοληθεί παλαιότερα από προτεσταντικής πλευράς ο Edmund Hartung, από καθολικής ο Paul Andres και λίγο αργότερα ο Ephrem Boularand. Μεταγενέστερη είναι η συγκροτημένη μελέτη του Ivo auf der Maur, ενώ σε άρθρο του ο π.Γεώργιος Καψάνης και σε δύο φυλλάδια εκλαϊκευτικού χαρακτήρα ο Ηλίας Βουλγαράκης εκπροσωπούν τους Ορθοδόξους.

Ως προς το δίπολο έρημος και κοινωνία στο Χρυσόστομο, με αναφορά και στο επιμέρους ζήτημα έρημος και ιεραποστολή, πολύ αξιοπρόσεκτη είναι η μελέτη του Jean-Marie Leroux.

Ενώ το αίτημα για μια ιεραποστολική πατρολογία παραμένει ακόμη επίκαιρο, η όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση της προσοχής των πατρολόγων και ιστορικών στο έργο του αγ. Ιωάννη του Χρυσοστόμου έχει αρχίσει να ρίχνει κάποιο φως και να φέρνει καρπούς και για το θέμα μας, όπως διαπιστώσαμε προηγουμένως. Σε κάθε περίπτωση πολλά μένει ακόμα να λεχθούν ή να διερευνηθούν στις λεπτομέρειές τους.

2.2. Ο Βίος

Ξεκινούμε από το βίο ενός ανθρώπου, του οποίου η βιογραφική περιπλάνηση είναι δηλωτική και της πνευματικής του αναζήτησης. Θα αναφερθούμε άμεσα στην έξοδό του προς και στην επιστροφή του από την έρημο, θέτοντας το ερώτημα αν τα γεγονότα αυτά συνιστούν ριζική στροφή και αντίθεση με τον προγενέστερο εαυτό του, ή αν είναι απλώς δηλωτικά μιας διαδικασίας ήπιας μετεξέλιξης και αλλαγής προτεραιοτήτων, που δεν έχει όμως αντιθετικό αλλά συνθετικό χαρακτήρα.

Σε ό,τι αφορά στην έξοδο του νεαρού Χρυσοστόμου στην έρημο, ορισμένοι διαβλέπουν σ’ αυτή μια «κρίση συνειδήσεως». Η υπερβολή στην παραπάνω εκτίμηση γίνεται εμφανής από τα ίδια τα πράγματα, που δεν επιτρέπουν άκριτες μεταφορές από μια τυπολογία όχι σπάνια στην ψυχολογία των εφήβων και απροβλημάτιστη προβολή και εφαρμογή της στο πρόσωπο του αγ.Ιωάννη. Από μια προσεκτική μελέτη των βιογραφικών στοιχείων του μπορούμε να διαπιστώσουμε τα εξής:

α) Μια κρίση συνειδήσεως θα ήταν εύλογη αν ο προγενέστερος τρόπος του βίου θεωρείτο από τη νέα οπτική γωνία μη παραδεκτός. Ζούσε άραγε ο Χρυσόστομος μια έκλυτη ζωή στα νειάτα του, τέτοια που να τον οδήγησε στη συντριβή και τη μετάνοια, όπως ήταν η περίπτωση του συγχρόνου του στη Δύση ιερού Αυγουστίνου; Στο ερώτημα αυτό την απάντηση δίνουν οι ίδιοι οι πολέμιοι του Χρυσοστόμου κατά τα χρόνια της πατριαρχίας του στην Κωνσταντινούπολη, οι ίδιοι άνθρωποι που τον οδήγησαν στην εξορία και τελικά το θάνατο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παλλαδίου, οι άνθρωποι αυτοί αναζητούσαν για τις δολοπλοκίες τους μεταξύ άλλων επιβαρυντικά στοιχεία από τη νεανική ζωή του Χρυσοστόμου προκειμένου να έχουν (άλλη μία) αφορμή να τον κατηγορήσουν. Οι έρευνές τους όμως απέβησαν άκαρπες. Όλα συντείνουν στο ότι η νεανική ζωή του Χρυσοστόμου ήταν ενάρετη, με τη χριστιανική σημασία της λέξης. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι είχε λάβει χριστιανική αγωγή από τη μητέρα του και ότι σπούδαζε με αγάπη τα ιερά γράμματα στο Ασκητήριο του Διοδώρου. Σημαντικούς σταθμούς στη σταδιακή αυτή ωρίμανση συνιστούν η γνωριμία του με τον επίσκοπο Αντιοχείας Μελέτιο και η απόφασή του να βαπτισθεί.

Ο ίδιος, αν και ως ποιμένας σφοδρός πολέμιος των κοσμικών θεαμάτων, παραδεχόταν με συγκατάβαση ότι στα νεανικά του χρόνια αγαπούσε το θέατρο και σύχναζε εκεί με ευχαρίστηση, όπως σύχναζε και στα δικαστήρια στα πλαίσια της εγκυκλίου μόρφωσής του και της άσκησής του στη ρητορική τέχνη. Η εικόνα που δίνουν τα παραπάνω στοιχεία είναι το πορτρέτο ενός ενάρετου, φιλοπρόοδου νέου ανθρώπου, που αγαπά τη ζωή και τη μόρφωση, ωριμάζοντας όμως αρχίζει να ξεκαθαρίζει μεταξύ ουσιώδους και επουσιώδους και να ικανοποιείται όλο και περισσότερο από την κατά Χριστόν μόρφωση, ως το αγαθότερο όλων των αγαθών.

β) Η αγάπη του στη μοναχική ζωή ήταν εμφανής από μικρή ηλικία, και ο Χρυσόστομος είχε ενωρίς προσδιορίσει ότι η προσωπική του πορεία θα ήταν ολοκληρωτικά αφιερωμένη στην πίστη, στο Χριστό και την άσκηση, αλλά το γεγονός ότι ζούσε ακόμα η χήρα μητέρα του τον έκανε να αναβάλει τις αποφάσεις του. Η αγάπη προς τη μητέρα του που τον οδηγούσε σε τέτοιο αυτοπεριορισμό των βαθύτερων κλίσεων και επιθυμιών του, είναι αδιάψευστος μάρτυρας της κοινωνικότητας του Χρυσοστόμου. Εξάλλου,

γ) Η οικείωσή του με το μοναχισμό έγινε μέσα από το Ασκητήριο, που εκπροσωπούσε έναν κοινωνικό μοναχισμό μέσα στην πόλη, τα μέλη του οποίου εκτός από το έργο της προσευχής και της μελέτης ασχολούνταν και με τα έργα κοινωνικής διακονίας. Αλλά και τα μεταγενέστερα πρότυπά του στην άσκηση ήσαν άνθρωποι με κατεξοχήν καταλυτική επίδραση στο κοινωνικό γίγνεσθαι, όπως ο Μ.Αντώνιος ή ο Ιωάννης ο Βαπτιστής.

Συνεπώς, σύμφωνα με τα λόγια του Leroux, «ο Χρυσόστομος δεν αρνήθηκε τίποτα από το παρελθόν του. Ακριβέστερα, πρόκειται για τη συνειδητοποίηση ενός νέου ανθρώπου που αισθάνεται την κλίση για μια μη συνηθισμένη (exceptionelle) ζωή», στην οποία, όπως λέγεται προηγουμένως, «έμεινε πιστός όλη τη ζωή του».

Ανάλογες παρανοήσεις συνόδευσαν και την επιστροφή του από την έρημο.

Πρώτος ο Παλλάδιος αποδίδει την επιστροφή σε λόγους υγείας, άποψη την οποία συμμερίζονται ως ένα βαθμό και σύγχρονοι ερευνητές, ενώ άλλοι την αντιπαρέρχονται, χωρίς να τοποθετηθούν.

Χωρίς να αμφισβητούμε το γεγονός της βλάβης της υγείας του Χρυσοστόμου, θεωρούμε ότι αυτός δεν ήταν ο αποκλειστικός ή κύριος λόγος επιστροφής του διότι:

α) Η αποκλειστικότητα ενός τέτοιου υπολογισμού δεν συνάδει με το ύφος της μεταγενέστερης διαγωγής του, ιδιαίτερα με την ασυμβίβαστη πολιτεία του ως αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, που τον οδήγησε σε διπλή εξορία, και στο θάνατο από κακουχίες καθ’ οδόν προς Πιτυούντα. Σε όλο το βίο του, ακόμα και στα -κατά τεκμήριο- συνετότερα ώριμα χρόνια του, δεν απέκλινε ποτέ ο Χρυσόστομος από το στόχο του, προτάσσοντας το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του, ούτε έβαλε ποτέ, όπως λέει ο λαός, «νερό στο κρασί του».

β) Η επιστροφή συντελέστηκε μετά από πρόσκληση του επισκόπου Αντιοχείας Μελετίου, επανακάμψαντος από εξορία. Ο Μελέτιος στην προσπάθειά του να ανασυστήσει από τις στάχτες την καθολική εκκλησία της Αντιόχειας, που είχε πολύ ταλαιπωρηθεί από σχίσματα και πολιτειακές παρεμβάσεις, αναζήτησε τους ανθρώπους που γνώριζε και εμπιστευόταν από παλιά για να τον στηρίξουν στο έργο του. Άρα μάλλον ένα θετικό κίνητρο παρά μια διάθεση φυγής ήταν αυτό που έπεισε το Χρυσόστομο να αφήσει την έρημο της Συρίας. Αν η φυγή ήταν προαποφασισμένη για λόγους υγείας, η πρόσκληση του Μελετίου δεν θα είχε θέσηֹ θα ήταν περιττή.

γ) Η επιστροφή του Χρυσοστόμου στον κόσμο δεν ήταν γι’ αυτόν μια λύση ευκολίας, όπως ενδεχομένως για άλλους συγχρόνους του, ούτε πρέπει να αποτιμηθεί με βάση γενικά ισχύοντα μέτρα. Ο Χρυσόστομος ερχόταν με την πρόθεση να αναλάβει ένα νέο, άλλου είδους βάροςֹ το βάρος και την ευθύνη της ποιμαντικής διακονίας. Ήδη στο πρώιμο έργο του Περί Κατανύξεως στηλιτεύει τη στάση των μοναχών που επιθυμούν να χειροτονηθούν επιζητώντας ανάπαυση και άνεση. Αλλού επισημαίνει ότι οι χειρότεροι μοναχοί επιζητούν τη χειροτονία από φιλάρεσκα και πονηρά κίνητρα, ενώ οι καλοί την αποφεύγουν. Οφείλουμε τέλος να επισημάνουμε

δ) τη γνωστή τυπολογία που αφορά στην έξοδο από τον κόσμο και την περισυλλογή ως προετοιμασία για ένα μείζον έργο. Ο Χριστός πριν ξεκινήσει τη δημόσια δράση του, αποσύρθηκε στην έρημο, όπου νήστευσε, πειράσθηκε από το διάβολο και μόνο μετά άρχισε το κήρυγμά του. Η στενή σχέση ερήμου και ιεραποστολής, ως ετοιμασία και πραγμάτωση, αποτυπώνεται κάπως ανάλογα στο παλαιοδιαθηκικό πρότυπο του προφήτη Ηλία, στην προδρομική περίπτωση του αγ.Ιωάννου του Βαπτιστή, ακόμα και στο Μ.Αντώνιο, για να αναφερθούμε μόνο στις μορφές αυτές που στενά σχετίζονταν με τον ιερό Χρυσόστομο, χωρίς να επεκταθούμε στη μελέτη όλης της παράδοσης, που θα αναδείκνυε τη διαδοχή αυτή ως κοινό και διαδεδομένο τόπο.

Θεωρούμε συνεπώς ότι η επιστροφή του Χρυσοστόμου από την έρημο δεν σημαίνει την απάρνηση του μοναχισμού, αλλά αποτελεί μια προσωπική επιλογή και πρόταξη: τη στροφή από μια πολύ ατομική μορφή ζωής σε μια κοινωνικότερη. Η στροφή αυτή στην πορεία του βίου του Χρυσοστόμου δηλώνει συνάμα και μια πνευματική στροφή, ή καλύτερα μετεξέλιξη, η οποία ολοκληρώνεται τα επόμενα χρόνια και είναι από τις πραγματικά ελάχιστες στη ζωή του Χρυσοστόμου. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για απλή μετατόπιση του κέντρου βάρους και όχι για απάρνηση των ιδεών που τον ενέπνεαν και στο παρελθόν.

Ο Χρυσόστομος στη μετέπειτα ζωή του καταφέρνει να συνδυάσει το ρόλο του ιερέως με τη ζωή του μοναχού. Τόσο στην Αντιόχεια, όσο και στην Κωνσταντινούπολη και την εξορία παραμένει πάντα μοναχός και ασκητής. Περικόπτοντας ως Πατριάρχης δαπάνες και γεύματα και προσπαθώντας να επιβάλει ένα πιο λιτό και ασκητικό ύφος, προκαλεί το περιβάλλον του και δημιουργεί έχθρες. Έτσι ο Χρυσόστομος, παρά την όποια βλάβη της υγείας του, δεν κατήργησε την άσκηση, αλλά τη συνέχισε με άλλη μορφή.

2.3. Η Πολιτεία

Όταν πρόκειται να αποτιμήσει κανείς το ιεραποστολικό έργο του Χρυσοστόμου, οφείλει να συνεκτιμήσει όχι μόνο τις δραστηριότητες που ανέλαβε ο ίδιος προσωπικά, όσο και όσες παρότρυνε, διευκόλυνε και έδωσε το έναυσμα να γίνουν. Από τα πρώτα του χρόνια ως ιεροκήρυκας ένα μέγιστο μέρος του κηρυκτικού του λόγου κατατείνει εντέλει στην ενεργοποίηση του ακροατηρίου του για την ανάληψη του έργου της ιεραποστολής. Ό,τι κι αν διδάσκει ή εξηγεί αναλύοντας τις Γραφές και τη χριστιανική διδασκαλία, η κατάληξη είναι μια: αυτά που έμαθαν οι πιστοί οφείλουν να τα διδάξουν και να τα διαδώσουν και σε άλλους. Σε ό,τι αφορά στους μοναχούς, θεωρώντας προφανώς ότι η μοναχική ζωή δεν είναι τόπος, αλλά τρόπος, διατυπώνει ήδη από την Αντιόχεια κατ’ επανάληψη τη δυσαρέσκειά του για την εγκατάλειψη των πόλεων από τους μοναχούς, που έχει σαν συνέπεια την ανάπτυξη μύριων κακών στις Εκκλησίες. Μέσα στην κριτική του είναι φανερή η βαθιά εκτίμηση που τρέφει προς το μοναχικό κίνημα. Στο έργο του Προς τους Πολεμούντας τοις επί το Μονάζειν Ενάγουσιν, που είναι απολογητική πραγματεία υπέρ του μοναχισμού, εκφράζει ρητά την επιθυμία του να επέστρεφαν οι μοναχοί στην πόλη για την άσκηση ποιμαντικής και ιεραποστολικής δραστηριότητας. Aυτές οι ιδέες, πέρα από την όποια απήχηση μπορεί να είχαν, δεν έβρισκαν πεδίο συγκεκριμένης εφαρμογής κατά την αντιοχειανή περίοδο του Χρυσοστόμου, γιατί ο ίδιος δεν είχε τις ανάλογες διοικητικές αρμοδιότητες που θα του επέτρεπαν να τις πραγματώσει.

Από τον πατριαρχικό όμως θρόνο της Κωνσταντινούπολης και από την εξορία κατάφερε να αξιοποιήσει πολύ πιο οργανωμένα τους μοναχούς στο ιεραποστολικό έργο. Ανάμεσά τους βρήκε ανθρώπους πρόθυμους να πάνε σε ξένο τόπο, να κινδυνεύσουν και να θυσιαστούν, με λίγα λόγια πρόσφορους συνεργάτες. Έτσι έστειλε μοναχούς ιεραποστόλους και στα τρία μεγάλα ιεραποστολικά του μέτωπα, στους Γότθους, στους Ισαύρους και κυρίως στη Φοινίκη. Δεν έπαυε να τους στηρίζει συνεχώς με κάθε τρόπο, καθώς οι μοναχοί αυτοί έπρεπε συχνά ν’ ανταπεξέλθουν στην αποστολή τους μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Έτσι, ζητούσε να μάθει νέα τους, τους στήριζε με δικές του επιστολές, τους επαινούσε και τους ενθάρρυνε, κάποτε τους επέπληττε, φρόντιζε για την εξεύρεση συνεργατών, τους παρείχε οικονομική βοήθεια, εξασφάλιζε άγια λείψανα για τους νέους ναούς και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Πρόκειται για την πρώτη οργανωμένη απόπειρα αξιοποίησης του μοναχικου δυναμικού στην ιεραποστολή που μαρτυρείται στις πηγές. Αντίθετα, είναι γνωστό ότι η πιο αυθόρμητη ιεραποστολική ενεργοποίηση μεμονωμένων μοναχών, ιδιαίτερα στη Συρία, είχε ήδη και προ του Χρυσοστόμου μακρά παράδοση. Χαρακτηριστική καινοτομία του Χρυσοστόμου συνιστά το γεγονός ότι ενέταξε συγκροτημένες ομάδες μοναχών στο ιεραποστολικό έργο. Τέλος ίδρυσε μοναστήρι με Γότθους μοναχούς, το οποίο λειτούργησε ως ιεραποστολικό φυτώριο για τον εκχριστιανισμό των Γότθων. Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονηθεί ο επιτελικός ρόλος που είχε η μοναχή και διακόνισσα Ολυμπιάς σε όλες τις δραστηριότητες του Χρυσοστόμου, επομένως και στη συγκρότηση του ιεραποστολικού έργου .

2.4. Η Διδασκαλία

Καθώς ο βίος και η πολιτεία ενός ανθρώπου δεν διαμορφώνονται ανεξάρτητα από τις ιδέες, που αλληλεπιδρώντας με τις εξωτερικές συνθήκες και τα γεγονότα καθορίζουν και τις αποφάσεις του, ήδη στις προηγούμενες ενότητες οικειωθήκαμε μερικώς και με τις θεωρητικές απόψεις του Χρυσοστόμου για το θέμα μας. Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική συστηματοποίηση της θεωρίας του για το μοναχισμό και την ιεραποστολή.

Ο Χρυσόστομος, κινούμενος απόλυτα μέσα στα πλαίσια της ορθόδοξης παράδοσης, όπως με συντομία την αποτυπώσαμε στις εισαγωγικές παραγράφους, θεωρεί ότι η μοναχική άσκηση δεν μπορεί να είναι μια απόλυτα ατομική και έξω από τα πλαίσια της αγαπητικής κοινωνίας άσκηση. Για το λόγο αυτό τονίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα του μοναχισμού και ταυτόχρονα καταπολεμά κάθε είδους αιρετικές ακρότητες ή μανιχαϊστικές τάσεις που έβρισκαν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης στα άνυδρα εδάφη της συριακής ερήμου. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση του Ivo Auf Der Maur, ότι ο Χρυσόστομος προτιμά τους όρους «παρθενία» και «φιλοσοφία» έναντι των «θεωρία», «γνώσις», «απάθεια», που ενέχουν «πιο παθητικό – κατ’ επέκταση ατομικό χαρακτήρα». Ταυτόχρονα ισχύει ότι στη σκέψη του ιερού πατρός ο ασκητικός βίος ήταν ιδεώδες για όλους τους χριστιανούς. Ενώ στόχος του Χρυσοστόμου δεν είναι να εμποδιστούν όσοι θέλουν ν’ ακολουθήσουν τη μοναχική ζωή – κάθε άλλο- συχνά τονίζει ότι όλοι οι χριστιανοί οφείλουν να ζουν ενάρετα και ασκητικά.

Όλοι εξάλλου οι χριστιανοί οφείλουν να ασκούν ιεραποστολικό έργο, καθώς, όπως θεωρεί ο Χρυσόστομος, η ιεραποστολή είναι αποστολή και χρέος όλου του λαού. Η σωτηρία όλων είναι θέλημα του Θεού και με αυτό οφείλουν να συντονίζονται και οι ενέργειες των χριστιανών. Η σωτηρία δεν είναι μια ατομική υπόθεση. Σε αντίθεση δε με τα υλικά αγαθά, τα πνευματικά αγαθά όταν μοιράζονται, τοκίζονται και πολλαπλασιάζονται. Όταν κάποιος επιτελεί όλα τα καθήκοντά του, αλλά δεν είναι ωφέλιμος στους άλλους, πώς να οδηγηθεί στη σωτηρία με τα κριτήρια που τίθενται στο ευαγγέλιο της Τελικής Κρίσης;

Πάνω σε αυτό το βασικό καμβά που ισχύει απαρέγκλιτα για όλους, κεντά με αδρή βελονιά ο Χρυσόστομος τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις των μοναχών. Αν λοιπόν οι μοναχοί αφιερώνονται με ιδιαίτερο τρόπο στο Θεό καθώς κατεξοχήν ενδιαφέρονται για τη σωτηρία τους, τότε είναι εξίσου υπεύθυνοι και για τη σωτηρία του πλησίον. Εξαιρετικά διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο κείμενο: «Και ουδέν ούτω γνώρισμα και χαρακτήρ γένοιτ’ αν του πιστού και τον Χριστόν φιλούντος, ως το των αδελφών κήδεσθαι, και της σωτηρίας επιμελείσθαι της εκείνων. Ταύτα και μοναχοί πάντες ακουέτωσαν, και οι τας των ορών κατειληφότες κορυφάς, και οι δια πάντων σταυρώσαντες εαυτούς τω κόσμω, ίνα κατά δύναμιν την εαυτών τους των Εκκλησιών προεστώτας συγκροτώσιν, αλείφωσιν ευχαίς, ομονοία, αγάπηֹ ειδότες ως ει μη τους προβεβλημένους παρά της του Θεού χάριτος, και τοσούτων φροντίδας αναδεδεγμένους συγκροτοίεν παντί τρόπω και πόρρωθεν καθήμενοι, το κεφάλαιον αυτοίς απόλωλε του βίου, και η πάσα ηκρωτηριάσθη σοφία». Έτσι βλέπουμε ότι ο μοναχισμός είναι οργανικά δεμένος με την ιεραποστολή, τα κίνητρά του δε για το ιεραποστολικό έργο δεν είναι κατά κάποιο τρόπο αυτόνομα, αλλά πηγάζουν από μια πνευματικότητα, θεολογία και σωτηριολογία σαρκούμενη σε όλα τα μήκη και πλάτη της εκκλησιαστικής ζωής και βιούμενη από όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Όπως επισημαίνει ο  Ivo auf der Maur, «η σύνδεση μοναχισμού και εκκλησιαστικού ιεραποστολικού κηρύγματος δεν επιβλήθηκε από τα έξω, αλλά γεννήθηκε και αναπτύχθηκε από την εσωτερική συνείδηση (του μοναχισμού). Γι’ αυτό το μοναχικό πνεύμα προσδιόρισε και αναζωογόνησε και την ιεραποστολική μέθοδο. Μελετώντας το όλον για να καταλήξουμε στο μέρος, έχοντας δηλαδή κατά νου την ιεραποστολική μεθοδολογία του Χρυσοστόμου στο σύνολό της, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ως προς την πρόταση του ως άνω μελετητή ότι δεν διαπιστώνονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά την ιεραποστολική μέθοδο των μοναχών από την ιεραποστολική μέθοδο γενικά. Ενδέχεται αυτό να συμβαίνει λόγω της επίδρασης των μοναχών, όπως ισχυρίζεται ο Ivo auf der Maur. Ενδέχεται να οφείλεται στον εμποτισμό του μοναχικού πνεύματος σε όλες τις πτυχές σκέψης και δράσης του Χρυσοστόμου, δηλαδή στην εκλαΐκευση των ασκητικών ιδεωδών. Τέλος, όπως μάλλον προκρίνουμε, ενδέχεται χάρη σε μια ποικιλία παραγόντων η ιεραποστολική μεθοδολογία στον ιερό Χρυσόστομο να είναι ούτως ή άλλως αυτή˙ στη διαμόρφωσή της να συμμετέχουν κυρίως θεολογικές παράμετροι, πρακτικοί υπολογισμοί, ανθρωπολογικές εκτιμήσεις και μεταξύ άλλων η επίδραση του μοναχισμού.

Ενώ θα αναφερθούμε στη συνέχεια σε ορισμένα στοιχεία μεθοδολογίας που αφορούν στους μοναχούς, ας φυλάξουμε πάντως ως κρατούμενο ότι κάπως έτσι διαμορφώνεται η ιεραποστολική μεθοδολογία γενικά στη σκέψη του Χρυσοστόμου. Μελετώντας το έργο του Χρυσοστόμου βλέπουμε ότι περιγράφει, επαινεί η επιζητεί τέσσερις μορφές ιεραποστολικής δράσης από μοναχούς:

α) Θεμέλιο κάθε ιεραποστολικής πράξεως είναι το ενδιαφέρον για τη σωτηρία του άλλου, το οποίο στον πιστό άνθρωπο εκφράζεται με την προσευχή. Σε αντίθεση με μια μέθοδο σκέψης η οποία θεωρεί πολωτικά την ιεραποστολή ως το λόγο στους ανθρώπους για το Θεό και αντίστροφα την προσευχή ως το λόγο στο Θεό για τους ανθρώπους, ο ιερός Χρυσόστομος έρχεται να δηλώσει ότι τα δύο αυτά κατ’ ουσίαν ταυτίζονται και πιο συγκεκριμένα ότι η προσευχή είναι η βάση και το θεμέλιο κάθε ιεραποστολικής προσπάθειας. Οι μοναχοί επομένως μπορούν να ασκούν ιεραποστολή από την ερημία τους, αρκεί να πλημμυρίζουν από αγάπη στον συνάνθρωπο και να εύχονται στο Θεό για τη σωτηρία και επιστροφή του από την πλάνη στην αλήθεια.

β) Ο βίος των μοναχών είναι στη γνησιότητά του το δεύτερο ιεραποστολικό επιχείρημα. Ο ιερός πατέρας γνωρίζει ότι πολύ λιγότερο πείθουν τα λόγια όσο ο παραδειγματικός βίος, που συνιστά βιωμένη εφαρμογή και εμπράγματη απόδειξη της πίστης. Οι μοναχοί λοιπόν παρομοιάζονται με λύχνους που με το παράδειγμά τους καλούνται να φωτίσουν τον κόσμο. Οι εθνικοί δεν χρειάζονται τόσο τα λόγια, όσο θέτουν πιεστικά το ερώτημα, σε υποθετική διατύπωση: «Υπάρχουν ανάμεσα στους χριστιανούς άνθρωποι που ζουν σύμφωνα με τη διδασκαλία; Ποιους αγίους μπορείτε να μας δείξετε στο παρόν;».

γ) Η συμμετοχή στα κοινωνικά προβλήματα και το έκδηλο και έμπρακτο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους, ακόμα κι αν δεν συνοδεύεται από κηρύγματα, είναι στοιχείο ιεραποστολικής μεθόδου. Σε ό,τι αφορά στους μοναχούς ο Χρυσόστομος καταγράφει επαινετικά μια περίπτωση συμμετοχής και κοινωνικής παρέμβασή τους σε μείζονα προβλήματα που προέκυψαν στην πόλη της Αντιόχειας μετά από την εξέγερση του λαού κατά τη στάση των ανδριάντων. Μπροστά στον κίνδυνο που διέθετε η πόλη λόγω της αυτοκρατορικής οργής και ενώ ο επίσκοπος Φλαβιανός είχε αναχωρήσει για τη βασιλεύουσα ώστε να μεσολαβήσει στον αυτοκράτορα, ενώ άνθρωποι σέρνονταν στα δικαστήρια και πολλοί εκτελούνταν, οι μοναχοί εγκατέλειψαν τα ασκητήριά τους στα γύρω όρη και έσπευσαν να κατευνάσουν τα πνεύματα των αρχών, να γλιτώσουν όσους ανθρώπους μπορέσουν και να δώσουν κουράγιο σε όλο τον πληθυσμό. Η κοινωνική αυτή παρέμβαση δεν είχε άμεσο ιεραποστολικό στόχο, είχε όμως άμεσο ιεραποστολικό αντίκτυπο. Έτσι την εξαίρει ιδιαίτερα ο Χρυσόστομος ως ιεραποστολική πράξη. Άλλωστε, ως ποιμένας ήταν πολύ ευαίσθητος σε κοινωνικά ζητήματα και τόνιζε συχνά τη στενή σχέση κοινωνικής δικαιοσύνης και ιεραποστολής.

δ) Η συνειδητή, ενεργητική και συγκεκριμένη ιεραποστολική δράση είναι ασφαλώς η πιο σύνθετη και ολοκληρωμένη μορφή ιεραποστολής, μόνιμη ευχή και επιθυμία του ιερού Χρυσοστόμου. Για τις προσπάθειές του να πραγματώσει ένα πιο ολοκληρωμένο και οργανωμένο ιεραποστολικό έργο είδαμε περισσότερα στοιχεία στην προηγούμενη παράγραφο.

Οι παραπάνω μορφές δράσεις δεν αντικρούονται μεταξύ τους αλλά συνδέονται στενά. Αποτελούν ποικίλες μορφές εκφρασμένης πνευματικότητας μέσα στην ενότητα. Δεν διαφέρουν σε κάτι από την ευρύτερη ιεραποστολική μεθοδολογία του Χρυσοστόμου, αλλά εντάσσονται πλήρως μέσα σ’ αυτή, πλουτίζοντάς την όμως με την πνευματική δυναμική της προσευχής και της άσκησης.

3.1. Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας ας επαναλάβουμε ότι οι μοναχοί, στα πλαίσια της ορθόδοξης θεολογίας του Χρυσοστόμου, με τη φυγή τους από τον κόσμο δεν αποστρέφονται τον κόσμο και δεν απαλλάσσονται από το ιεραποστολικό τους χρέος. Αντίθετα η ευθύνη τους για τη σωτηρία του πλησίον και ειδικότερα των μη χριστιανών, είναι μεγαλύτερη από αυτή των λαϊκών εν τω κόσμω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι πρέπει να εγκαταλείψουν τα ασκητήριά τους. Η προσευχή και ο παραδειγματικός βίος είναι αφ’ εαυτών ιεραποστολική πράξη. Η αφύπνιση του ιεραποστολικού χρέους σε όλους είναι και ο δρόμος που θα αναδείξει την ειδική κλήση όσων μπορούν να αφιερωθούν στο έργο της ιεραποστολής ολοκληρωτικά. Όπως ο Χρυσόστομος συνέχισε να ασκείται μέχρι το τέλος της ζωής του, έτσι και οι μοναχοί που ασκούν ιεραποστολικό έργο δεν παραθεωρούν την άσκησή τους. Άσκηση και δράση νοούνται σε μια αδιάσπαστη ενότητα. Αυτή είναι η παράδοση της Εκκλησίας όπου μεγαλώνει και ανδρώνεται ο Χρυσόστομος καθώς στηρίζεται στην ιεραποστολική πράξη και πρακτική που προϋπήρχε στα πλαίσια του κοινωνικού και φιλάνθρωπου -με όλη την αυστηρότητά του-  μοναχισμού της Συρίας. Το καινούργιο που κομίζει ο ιερός Πατέρας είναι η θεωρητική επισήμανση και καταγραφή της στενής σχέσης μεταξύ μοναχισμού και ιεραποστολής. Εκεί όμως που πραγματικά καινοτομεί είναι στη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας του ιεραποστολικού έργου των μοναχών, με τη χρήση ομάδων ιεραποστόλων, με τη διαρκή συμπαράσταση που τους παρείχε και με τη μεθοδικότερη οργάνωση του ιεραποστολικού έργου.

Αν στραφούμε για λίγο στη θεωρία, με γνώμονα και τα αφετηριακά μας ερωτήματα διαπιστώνουμε πως το δίπολο έντασης μεταξύ ερήμου και κοινωνίας ή κοινωνίας και ιεραποστολής, χωρίς να καταργείται ισοπεδώνοντας τις όποιες διακρίσεις και εξομοιώνοντας τις δυνατότητες των ανθρώπινων επιλογών, αντιμετωπίζεται από τον ιερό πατέρα συνθετικά. Αυτή η σύνθεση γονιμοποιεί τόσο το μοναχισμό καθώς αξιοποιεί την κοινωνικότητα της χριστιανικής άσκησης, όσο και την ιεραποστολή καθώς ξεφεύγει από έναν στερούμενο πνεύματος φθηνό ακτιβισμό, για να μεταφέρει στο δέκτη της όχι μόνο λόγια και κηρύγματα αλλά έναν ολόκληρο τρόπο υπάρξεως.

Αν αυτή η σύνθεση, με τρόπο χαρακτηριστικά ορθόδοξο, επιτεύχθηκε στο βίο, την πολιτεία και τη διδασκαλία του Ιωάννη του Χρυσοστόμου είναι γιατί ο ιερός πατήρ είχε μια διαρκή έγνοια στο νου του: τον τελικό προορισμό μας, που δεν είναι μια ψυχολογική δικαίωση ή η ατομική σωτηρία, αλλά ο ερχομός του Χριστού για να ανακαινίσει όλη την κτίση. Αυτή η εσχατολογική προσδοκία είναι ακριβώς η βιβλική προϋπόθεση και η κινητήριος δύναμη κάθε ιεραποστολικής προσπάθειας. Θα συμφωνήσουμε απολύτως στο συγκεκριμένο με τον Alfred Adam που λέει : «Μόλις η επαγγελία της Βασιλείας του Θεού έπαψε να νοείται ως εσχατολογική υπόσχεση, αλλά θεωρήθηκε ως παροντική κατάσταση που αφορά στην εσωτερική τελείωση του ανθρώπου, ο λόγος ζωής της απαρχής (του μοναχισμού) ανταλλάχθηκε με το σκληρό νόμο άκαμπτων θεσμών, που δεν διέθεταν πια καμιά ιεραποστολική δύναμη».

Πράγματι, όταν λησμονιέται η εσχατολογία χάριν μιας ατομικής τελειώσεως επικεντρωμένης στο τώρα, είτε δια της χάριτος, είτε δια των έργων, ο δρόμος για την ιεραποστολή χερσώνεται. Αν πάλι, αυτή η χαρμόσυνη αναγγελία, που κλείνει την Καινή Διαθήκη, αντικατασταθεί από τον εσχατολογικό τρόμο, από το φόβο του αντιχρίστου, ή από την εγωιστική διάθεση να εγκλωβίσουμε την πίστη μας -δηλαδή το Θεό- στα στενά όρια του έθνους, τότε, όχι μόνο δηλώνεται περίτρανα η ολιγοπιστία μας, αλλά χάνει κάθε νόημα η όποια ιεραποστολική προσπάθεια, που είναι η κατεξοχήν έκφραση της χριστιανικής αγάπης -πέρα από σύνορα.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύναξη», τεύχος 78, Απρίλιος-Ιούνιος 2001.