Θανάσης Ν. Παπαθανασίου

Συνάντηση με τη “σημερινότητα”

Είναι υπέροχο να μιλάς για την Αφρική (το ίδιο θα μπορούσα να πω και για πολλές άλλες περιοχές αλλά η Αφρική έχει κάτι έντονα εμβληματικό, κι έτσι ας μου επιτραπεί η ιδιαίτερη μνεία της). Είναι υπέροχο να μιλάς για την Αφρική, διότι η Αφρική είναι όχι ένας άλλος κόσμος, αλλά κυριολεκτικά ένας άλλος πλανήτης. Και η σχέση με το άλλο βρίσκεται στην καρδιά τού εκκλησιαστικού γεγονότος.

Ωστόσο, το να μιλάς για την Αφρική είναι και επικίνδυνο! Είναι επικίνδυνο, υπό την έννοια ότι μπορεί να συμβάλλει στην ταύτιση της ιεραποστολής με κάτι εξωτικό. Αν όμως είναι κάτι εξωτικό, τότε είναι ένα είδος πολυτελείας – και άρα κάτι μη αναγκαίο! Εδώ, λοιπόν, χρειάζεται να στοχαστούμε το ακριβώς αντίθετο:

Η ιεραποστολή δεν είναι είδος πολυτελείας, αλλά αφορά καθαυτό το γεγονός της Εκκλησίας – το μεδούλι της Εκκλησίας. Το υλικό φτιαξίματος της Εκκλησίας είναι ο κόσμος, όπως και η σάρκωση είναι εαυτός του Χριστού. Δεν υπάρχει Χριστός πέρα και ανεξάρτητα από το αντάμωμά του με τον κόσμο! Το άνοιγμα του Υιού στον κόσμο συνιστά τον Χριστό. Έτσι, μια Εκκλησία χωρίς άνοιγμα στον κόσμο, χωρίς μαρτυρία στον κόσμο, χωρίς αντάμωμα με τον κόσμο και – προσοχή! – χωρίς αναμέτρηση με τον κόσμο, δεν είναι απλώς “κλειστή Εκκλησία”. Είναι “όχι-Εκκλησία”, κατά τον ίδιο τρόπο, κατά τον οποίον, αν αφαιρεθεί η σάρκωση από τον Χριστό, δεν θα έχουμε “Χριστό μεν, αλλά άσαρκο”, αλλά θα έχουμε έναν “όχι-Χριστό”. Θυμηθείτε ότι στις επιστολές του ο ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηρίζει αντί-χριστο όχι αυτόν που γενικά αρνείται την ύπαρξη του Θεού, αλλά τη σάρκωσή του (Β΄ Ιω. 7). Μια Εκκλησία, λοιπόν, που δεν βλέπει καν την ανάγκη να σαρκώνεται αδιάκοπα, ή που θεωρεί εξωτική πολυτέλεια τη σάρκωσή της σε κάθε εσχατιά τής ανθρώπινης ύπαρξης, δεν είναι Εκκλησία του Χριστού (όση “κανονικότητα” κι αν διαθέτει βάσει μιας άπνοης και γραφειοκρατικής κατανόησης του κανονικού δικαίου). Είναι εκκλησία αλλουνού…

Αν η σάρκωση είναι όντως όχι μια από τις δραστηριότητες της Εκκλησίας, αλλά όρος του φτιαξίματός της, τότε σάρκωση είναι η συνάντηση με ό,τι απαρτίζει (όχι “με ό,τι απάρτιζε”) το ανθρώπινο. Θα πρότεινα τον νεολογισμό, η συνάντηση με την σημερινότητα. Νομίζω ότι η έννοια της σημερινότητας είναι σημαντική, διότι διασαφηνίζει και τον ίδιο τον όρο “σάρκωση”. Η σάρκωση συχνά νομίζεται ότι είναι απλώς η μίξη με τον κόσμο ή και η κολάκευση του κόσμου. Αλλά αυτό είναι λάθος, και γι’ αυτό παραπάνω μίλησα και για αναμέτρηση με τον κόσμο. Η σάρκωση πρέπει πάντα να κατανοείται σε σχέση με την ανάσταση: την θανάτωση του θανάτου. Τη ρήξη, κοντολογής, με τα στοιχεία του κόσμου που απανθρωπίζουν τον άνθρωπο. Η σάρκωση, λοιπόν, σημαίνει πρωτίστως την σημερινότητα της ίδιας της Εκκλησίας: Το μήνυμά της, δηλαδή, για τη μέλλουσα Βασιλεία οφείλει να είναι πραγματική πραγματικότητα μέσα σε ό,τι συνιστά το ανθρώπινο εδώ και τώρα. Αυτή η διελκυστίνδα, όμως (σάρκωση – ανάσταση), απαιτεί στην πράξη σπαζοκεφάλιασμα για το πού χρειάζονται οι συναντήσεις και πού οι ρήξεις.

Αν δεν νοιάζεται η Εκκλησία για την σημερινότητα με την παραπάνω έννοια, τότε η ιεραποστολή είτε θα λησμονιέται ολότελα, είτε θα ασκείται ως πολιτισμικός ιμπεριαλισμός. Αυτά τα δύο φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους. Το ένα είναι απουσία από την ιστορία, το άλλο είναι επέλαση κατά της ιστορίας. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αμφοτερα είναι εκφάνσεις του ίδιου ολισθήματος: του να νομίζει, δηλαδή, μια τοπική εκκλησία, ότι η πολιτισμική συνάφεια μέσα στην οποία η ίδια σαρκώθηκε κάποτε, είναι το τέρμα της ιστορίας. Κι έτσι να συμπεραίνει, είτε ότι δεν χρειάζεται πλέον περαιτέρω μαρτυρία, είτε ότι το μόνο που έχει να κάνει, είναι να καθυποτάξει τους άλλους και να τους μεταβάλει σε ό,τι είναι πολιτισμικώς η ίδια! Τη σημερινότητα μπορεί να την προσπερνάς επειδή την περιφρονείς. Αυτό είναι μια στάση προβληματική, αλλά πάντως αρκετά ξεκάθαρη. Το μπέρδεμα ανακύπτει αλλού: Όταν δηλώνεις μεν ότι υπολήπτεσαι τη σημερινότητα, αλλά την αγκαλιάζεις πατερναλιστικά μέχρι σημείου να την πνίξεις – χωρίς να την αφουγκράζεσαι, δηλαδή.

Πριν από πολλά χρόνια συζητούσα με μια Γερμανίδα Ρωμαιοκαθολική θεολόγο, που ενδιαφερόταν πολύ για την Ορθόδοξη αντίληψη περί ιεραποστολής. Θυμάμαι που της είχα αναφέρει (ομολογουμένως, με καμάρι) ότι εμείς οι Ορθόδοξοι σεβόμαστε την πολιτισμική ετερότητα, ότι δεχόμαστε τις γλώσσες των διαφόρων λαών και ότι μεταφράζουμε σ’ αυτές τα λειτουργικά κείμενα. Με κοίταξε, χαμογέλασε συγκαταβατικά και προσγείωσε τον κομπασμό μου με δυό λόγια, δείχνοντάς μου ότι η σημερινότητά μου είχε μαρμαρώσει στην ρηματική επίκληση των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. “Το θέμα δεν είναι”, μου είπε, “αν γίνονται δεκτές οι γλώσσες των λαών. Φυσικά και γίνονται. Το θέμα είναι αν εργαζόμαστε στο να δούμε κατά πόσο οι Ουπανισάδες [ιερά κείμενα του Ινδουισμού] αποτελούν ένα είδος ‘ευαγγελικής προπαρασκευής’ ” – αν δηλαδή μπορούν να προσεγγιστούν με τον τρόπο με τον οποίον ο Παύλος προσέγγισε τους βωμούς του αγνώστου θεού στην Αθήνα.

Να προχωρήσουμε λίγο ακόμη; Τι σημαίνει, άραγε, για μια τοπική αφρικανική Ορθόδοξη εκκλησία, το να τους έχουμε μεταφράσει στην τοπική τους γλώσσα ατόφια τα λειτουργικά μας κείμενα; Αν τα λειτουργικά μας κείμενα ως δημιουργίες εξέφρασαν υπέροχα τη συνάντηση ευαγγελίου και μεσογειακού πολιτισμού, τι εκφράζει άραγε η γλωσσική και μόνο μετακόμισή τους στην Αφρική; Είμαστε, άραγε, σε θέση, να διακρίνουμε στη λατρεία το μόνιμο μεδούλι από το συγκυριακό ένδυμα, ώστε να δυνηθεί η αφρικανική Ορθοδοξία να γράψει και τα δικά της λειτουργικά κείμενα; Κι επί πλέον: Ας σκεφτούμε για ποιο λόγο η Εκκλησία έφτιαξε το ευχέλαιο· γιατί υιοθέτησε τη χρήση λαδιού. Η απάντηση μοιάζει προφανής: στον μεσογειακό πολιτισμό, η Εκκλησία προσέλαβε ένα σημαντικό στοιχείο της διατροφής κι ένα σπουδαίο γιατρικό (θυμηθείτε πώς στη Ιλιάδα ο Αχιλλέας σταλάζει λάδι στις πληγές του Πάτροκλου, και πώς στο ευαγγέλιο ο καλός Σαμαρείτης αλείφει με λάδι τις πληγές του θύματος). Το προσέλαβε και το ανανοηματοδότησε. Τι σημαίνει, λοιπόν, για μια τοπική αφρικανική εκκλησία, αν τυχόν τελεί το ευχέλαιο με ένα υλικό που ποτέ δε κατέβηκε σε λαρύγγι αφρικανού και ποτέ δεν άγγιξε πληγή του, απλούστατα διότι ελαιόλαδο δεν υπάρχει στην αφρικανική πραγματικότητα;

Αυτό το ζήτημα είναι ενδεικτικό της σάρκωσης ως ζωοποίησης του κόσμου. Είπα όμως παραπάνω ότι η σάρκωση οφείλει να τελεί σε σχέση με την ανάσταση (δηλαδή όχι απλώς να συναντιέται με τον κόσμο, αλλά και να τον κρίνει). Αλλιώς, αντί να θανατώνει τον θάνατο, θανατώνεται από τον θάνατο. Παράδειγμα, ο “βόρειος Ιησούς” τον οποίον είχαν κατασκευάσει οι Γερμανοί εθνικιστές – ένας Ιησούς που έγινε τόσο Άρειος, ώστε να έχει εξατμιστεί από πάνω του η αγάπη και να έχει μείνει μόνο ό,τι απεχθέστερο: η λύσσα για ισχύ!

Χωρίς συνάντηση με την σημερινότητα, η ομολογουμένως πολύτιμη διάθεση για αποδοχή των ποικίλων πολιτισμών μπορεί να εγκλωβιστεί σε μια φαντασίωση, ότι οι σημερινοί πολιτισμοί είναι ό,τι ήταν πριν από αιώνες, πριν από την όσμωσή τους με την τεχνολογία, τη νεωτερικότητα, τον κοινοβουλευτισμό κλπ. Επί πλέον, η ακαλλιέργητη πεποίθηση ότι οι πολιτισμοί είναι συμπαγείς ουσίες, αδυνατεί να δει ότι όλοι οι πολιτισμοί είναι σύνθετα γεγονότα, ευρισκόμενα σε αδιάκοπη κίνηση. Μέσα σε κάθε πολιτισμό αναπτύσσονται δυνάμεις που ελευθερώνουν και δυνάμεις που σκλαβώνουν. Φιλότιμος ιεραπόστολος είναι εκείνος που δεν θα μεταφέρει απλώς στην Αφρική τη δυτική αντίθεση στην κλειτορδεκτομή, αλλά αυτός που θα αναζητήσει στην αφρικανική ψυχή την αντίθεση προς την κλειτοριδεκτομή. Ο φαντασιακός εγκλωβισμός μας, λοιπόν, στο παρελθόν και στις γενικεύσεις, μπορεί να μοιάζει απλώς με αγαθό ρομαντισμό, στην πραγματικότητα όμως ίσως να αποτελεί οδυνηρή εκδήλωση αλαζονίας. Της αλαζονίας αυτού που ανενδοίαστα πιστεύει ότι ομφαλός της γης είναι η αυλίτσα του.

Η σεβαστική σπουδή είναι απλώς το οφειλόμενο πρώτο βήμα, για να αντιληφθούμε τη σημερινότητα. Αλλά, αν την σπουδή την συκοφαντούμε ως εγκεφαλισμό, και δεν την βλέπουμε σαν προσευχητικό εργόχειρο, η αλαζονία μας θα συνεχίσει να βασιλεύει.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πάντα τα Έθνη”, τεύχος 115, σελ.6-8.

Φωτογραφία: από Μητρόπολη Μεξικού