Απόσπασμα από το άρθρο του Μητροπολίτη Αμβροσίου Ζωγράφου, (τότε αρχιμανδρίτη), με τίτλο «Μορφωτικές προϋποθέσεις και θεωρητικές επισημάνσεις για την ανάπτυξη της ιεραποστολής» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Σύναξη» , τεύχος 78, Απρίλιος-Ιούνιος 2001.

Πριν παραθέσουμε το απόσπασμα, με τίτλο « Tοπική” Ορθοδοξία», να αναφέρουμε ότι σε υποσημείωση στην αρχή του άρθρου ο Σεβασμιώτατος διευκρινίζει:

 «Η κριτική διάθεση με την οποία αντιμετωπίζεται το επιτελούμενο ιεραποστολικό έργο στην ανά χείρας μελέτη, σε καμμία των περιπτώσεων δεν έχει ως στόχο της την απόρριψη του έργου στην ολότητά του, πολύ δε περισσότερο τη δυσφήμηση των ανθρώπων που εργάζονται στην Ιεραποστολή, ενώπιον των οποίων στεκόμαστε με πολύ σεβασμό και βαθειά εκτίμηση για τους κόπους και την αυτοθυσία τους. Επιδίωξή μας είναι η επισήμανση λαθών, κυρίως σε επίπεδο νοοτροπίας και ορθής ιεραρχήσεως των προτεραιοτήτων της Ιεραποστολής».

 

«Τοπική» Ορθοδοξία

Όσοι εμπιστεύονται την διακονία τους στην «έμπνευση της στιγμής», χωρίς να θέλουν να υποβληθούν στον κόπο της προπαρασκευής για την απόκτηση των απαραιτήτων προϋποθέσεων, αντιγράφουν συχνά-πυκνά παλιά και γνώριμα σ’αυτούς μοντέλα Ορθοδοξίας, χωρίς, ίσως, καν να υποψιάζωνται την απόλυτη ανάγκη προσαρμογής της Ορθοδοξίας στα διαφορετικά δεδομένα, που έχει η κάθε χώρα. Γι’ αυτό ό,τι έμαθαν ως ορθόδοξο στην πατρίδα τους, το μεταφέρουν αβασάνιστα στην χώρα της ιεραποστολής τους, χωρίς την απαραίτητη διαδικασία προσαρμογής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στους νέους πιστούς να μεταφέρεται μια «εθνική» Ορθοδοξία. Αλλά στόχος κάθε ιεραποστόλου πρέπει να είναι η δημιουργία της «τοπικής» Ορθοδοξίας, όπου οι νέοι Ορθόδοξοι με τους ιθαγενείς κληρικούς και τις δικές τους δυνατότητες, θα είναι σε θέση να συνεχίσουν στο μέλλον την πορεία της Εκκλησίας τους.

Ο εκπαιδευμένος όμως ιεραπόστολος γνωρίζει καλά το έδαφος πάνω στο οποίο θα οικοδομήση στέρεα την «τοπική» Ορθοδοξία. Έχει ξεκαθαρίσει, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, τα «διαχρονικά»και τα «χωροχρονικά» στοιχεία της Ορθοδοξίας.[1] Τοιουτοτρόπως μεταφέρει στους ιθαγενείς την ουσία της Ορθοδοξίας (με το δικό τους ένδυμα) χρησιμοποιώντας όμως, ντόπια υλικά. Ο ιεραπόστολος με γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα, κατά τον καθηγητή Νίκο Νησιώτη, «αγωνίζεται να ενσωματώση τον μη-χριστιανό στην Μία Εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα σέβεται τις τοπικές του συνθήκες και την ανθρώπινη κατάστασή του»[2]. Μόνον έτσι η Ορθοδοξία, απαλλαγμένη από αθέλητες, έστω, ιμπεριαλιστικές[3] και εθνικιστικές τάσεις, είναι δυνατόν να γίνη προσωπικό απόκτημα του λαού. Δεν θα είναι μια ξένη Ορθοδοξία, π.χ. ελληνικού ή ρωσικού τύπου, που ακούραστα μεταφυτεύθηκε σε άλλη γη, αλλά η αφρικανική, ασιατική, λατινοαμερικανική Ορθοδοξία. Θα είναι η οικουμενική Ορθοδοξία, η ίδια και απαράλλακτη στην ουσία της πίστη της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, με τις ιδιαιτερότητες όμως των κατά τόπους Εκκλησιών.

Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε ότι όλα όσα εννοούμε με τον όρο «τοπική» Ορθοδοξία δεν έρχονται σε αντίθεση με την οικουμενική Ορθοδοξία. Οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ανήκουν στην Μία Εκκλησία του Χριστού. Η οικουμενικότητα και παγκοσμιότητα της Ορθοδοξίας δεν έχει καμμιά σχέση με την λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, γι’αυτό και δεν ισοπεδώνει την ταυτότητα κανενός ανθρώπου ή λαού. Ο κάθε λαός έχει το δικό του ύφος, την δική του γλώσσα, ψυχολογία, έκφραση, τέχνη, μουσική κ.λπ. Γι’αυτό εκείνος που αναλαμβάνει την διάδοση της Ορθοδοξίας σ’ ένα συγκεκριμένο λαό είναι υποχρεωμένος με πνεύμα μαθητείας να μελετήση σε βάθος ερωτήματα σαν τα κατωτέρω:

Ποια μουσική πρέπει να χρησιμοποιηθή στην λατρεία που θα ταιριάζη στα μουσικά ακούσματα αυτού του λαού: Γιατί, π.χ., οι αφρικανοί ή οι ασιάτες σώνει και καλά πρέπει να χρησιμοποιούν βυζαντινή ή σλαβονική μουσική στην λατρεία τους;

Ποια πρέπει να είναι η ενδυμασία του τοπικού κληρικού; Το καλυμμαύχι και τα μαύρα ράσα ταιριάζουν στις κλιματολογικές συνθήκες όλων των λαών;[4] Μήπως οι τοπικές παραδοσιακές ενδυμασίες είναι καλύτερη λύση; Και μήπως τα πολυτελή και ακριβά άμφια σκανδαλίζουν και απάδουν προς την ψυχολογία τους;

Ποιοι κανόνες πρέπει να εφαρμοσθούν στο θέμα της νηστείας ώστε να διασωθή όχι μόνον ο τύπος, αλλά, κυρίως, η ουσία του σπουδαίου αυτού θεσμού; Υπάρχουν π.χ. άνθρωποι στις χώρες της Ιεραποστολής,  που καθημερινώς τρέφονται με νηστήσιμα φαγητά, όχι, βεβαίως, από λόγους νηστείας, αλλά γιατί αυτά τα φαγητά διαθέτει η παραδοσιακή τους κουζίνα. Αρτύσιμα φαγητά τρώγουν ελάχιστες φορές τον χρόνο, κυρίως στις μεγάλες παραδοσιακές τους γιορτές. Πώς θα μιλήσουν, λοιπόν, και τι θα πουν σ’ αυτούς οι ορθόδοξοι ιεραπόστολοι για την νηστεία; Εξ άλλου είναι δυνατό και επιτρεπτό το διαιτολόγιο των μεσογειακών λαών να επιβληθή ως κανόνας σε άλλους λαούς με τόσο δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες και ποικίλες διατροφικές συνήθειες;

Πρέπει να αλλάζουν τα ονόματά τους όσοι βαπτίζονται; Τα νέα χριστιανικά (ελληνικά, ρωσικά κ.λ.π.) ονόματα που τους δίδονται είναι εύχρηστα στην καθημερινή τους επικοινωνία με τους ομοεθνείς τους;[5]

Πρέπει να μεταφρασθούν όλα τα λειτουργικά βιβλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την καθημερινή λατρεία των νεοφωτίστων; Η μακρόχρονη υμνολογική κληρονομιά, που αποκτήθηκε σιγά σιγά μέσα σε δύο χιλιάδες χρόνια, είναι δυνατόν και πρέπει να γίνη κτήμα των άλλων μέσα σε λίγες δεκαετίες; Έπειτα, με την μετάφραση των ξένων λειτουργικών κειμένων τι περιθώρια αφήνουμε για να αναδειχθούν νέοι υμνογράφοι και για να δημιουργηθή γηγενής ορθόδοξη υμνογραφική παράδοση;

Τι ρυθμό πρέπει να έχουν οι ναοί τους; Ο βυζαντινό ή ρωσικός ρυθμός ταιριάζει αισθητικά π.χ. στους ασιάτες; Και κάτι άλλο εξ ίσου σημαντικό: ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της κάθε χώρας;[6]

Πρέπει να επιμένουμε στον χαρακτηρισμό των νεοφύτων Εκκλησιών με τα εθνικά ονόματα των κατά τόπους Εκκλησιών στη δικαιοδοσία των οποίων υπάγονται οι ιεραπόστολοι; Πώς αισθάνονται π.χ. οι νεοφώτιστοι της Αφρικής και της Ασίας με τους τίτλους Greek Orthodox Church, Russian Orthodox Church, Antiochian Orthodox Church κ.λπ. ; [7]


[1]  Για την σύγχυση που επικρατεί μεταξύ των «διαχρονικών» στοιχείων της Ορθοδόξου Παραδόσεως,  «των επάναγκες» (Πρ. 15:28), τα οποία έχουν σχέση με την ουσία της Ορθοδοξίας, και γι’ αυτό πρέπει να μεταδοθούν απαραιτήτως και στους άλλους, και των «χωροχρονικών», που έχουν σχετική αξία, βλ. Ιερομονάχου Αντωνίου Ρωμαίου, «Παίζοντας στην σχέση μου με τον Χριστό», στον τόμο 2000 χρόνια μετά. Τι να με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;, Ακρίτας, Αθήνα 1999, 318-319.

[2] Νίκου Νησιώτη, «Σκέψεις για την Ιεραποστολή», Π.τ.Ε. 19 (1986) 3.

[3] Βλ. Παναγιώτη Μπούμη, «Η ορθόδοξη Ιεραποστολή είναι ιμπεριαλιστικό ή απελευθερωτικό κίνημα;» Π.τ.Ε. 30 (1989) 5-6. Πρβλ π.Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, «Ιεραποστολικός Ιμπεριαλισμός; ή Ορθόδοξη ιεραποστολή με ανορθόδοξες προϋποθέσεις;» Π.τ.Ε. 61 (1997) 10-12.

[4] Για μια απάντηση στο θέμα αυτό από νομοκανονικής πλευράς βλ. Παναγιώτη Μπούμη, «Νομοκανονικές απαντήσεις», Π.τ.Ε. 71 (1999) 26-27.

[5] Το σκεπτικό ότι έχει μεγάλη ιστορία και μας συγκινεί το όνομα του α ή β αγίου δεν δικαιολογεί τα πράγματα. Οι πρώτοι Χριστιανοί, ως γνωστόν, διατήρησαν μετά την είσοδό τους στην Εκκλησία τα εβραϊκά, ελληνορωμαϊκά, αιγυπτιακά τους ονόματα και με την αγιότητα της ζωής τους τα εξαγίασαν. Χαρακτηριστική περίπτωση διατηρήσεως μουσουλμανικού ονόματος είναι ο Τούρκος νεομάρτυρας Αχμέτ, ο οποίος μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη το 1682 και εορτάζει στις 24 Δεκεμβρίου. Βλ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, Νέον Μαρτυρολόγιον, Αστήρ, Αθήναι 1961, 101. Σχετικώς με το θέμα αυτό βλ. Παναγιώτη Μπούμη, «Είναι δυνατόν κατά το βάπτισμα ενός ιθαγενούς των ιεραποστολικών χωρών να δώσουμε όνομα το οποίο δεν απαντάται στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας;» Π.τ.Ε. 22 (1987) 40-41.

[6] Βλ. Ηλία Βουλγαράκη, Ιεραποστολή, ένθ’ ανωτ. 138-139 και Παναγιώτη Μπούμη, «Είναι απαραίτητο οι ναοί των ιεραποστολικών χωρών να χτίζονται με το βυζαντινό ρυθμό και εν πάση περιπτώσει με την ορθόδοξη βυζαντινή παράδοση;» Π.τ.Ε. 24 (1987) 102-103.

[7] Δίδω ένα παράδειγμα «προσαρμοστικότητος» απ’ την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κορέας. Τα κόλλυβα των μνημοσύνων είναι από ρύζι, λόγω του ότι για τους Κορεάτες το ρύζι είναι ό,τι για τους μη ασιάτες το σιτάρι. Είναι αρκετό να μάθουν οι νέοι πιστοί γιατί τελούνται τα Μνημόσυνα και τι συμβολίζει το σιτάρι ή το ρύζι. Βλ. Ηλία Βουλγαράκη αυτόθι, το κεφάλαιο «Η προσαρμογή», 136-141.