Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ.Αναστασίου Γιαννουλάτου

 

Η αποστολική εμπειρία, πάνω στην οποία αναπτύχθηκε η Εκκλησία, δεν στηρίχθηκε στη γνώση μιας θεωρητικής διδασκαλίας, ενός νέου νόμου αλλά, κυρίως, στη γνώση ενός προσώπου και μιας δυνάμεως: του προσώπου του Ιησού Χριστού και της δυνάμεως της αναστάσεώς Του. Ο Κύριος εξέλεξε τα πρώτα μέλη της Εκκλησίας, τους αποστόλους Του, “ίνα ώσι μετ’ αυτού και ίνα αποστέλλη αυτούς κηρύσσειν και έχειν εξουσίαν θεραπεύειν τας νόσους και εκβάλλειν τα δαιμόνια” (Μάρκ. 3:14-15).

Α΄Λατρεία

Το πρώτο που έχουν λοιπόν να κάνουν οι δικοί Του είναι “ίνα ώσι μετ’ αυτού”. Να βρίσκονται συνεχώς σε ζωντανή σχέση μαζί Του. Λίγο πριν από τη σταυρική Του θυσία, ο Χριστός, για να εξασφαλίσει αυτή τη σταθερή κοινωνία και στο μέλλον, εμπιστεύτηκε στους Αποστόλους το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας˙και αργότερα, προτού τους αποστείλει να “μαθητεύσουν” τα έθνη, τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος.

Αυτή ακριβώς η αποστολική εμπειρία της γνώσης του προσώπου του Χριστού και της “κοινωνίας” μαζί Του παραμένει το ζωντανό βίωμα μέσα στην Εκκλησία. Και αυτή η εμπειρία εκφράζεται και διατηρείται ακμαία στην εκκλησιαστική λατρεία. Ιδιαιτέρως η Θεία Ευχαριστία δεν αποτελεί απλώς την ανακεφαλαίωση του μυστηρίου της Σαρκώσεως, της Αναστάσεως και της Πεντηκοστής, αλλά τη βίωση στο εδώ και στο τώρα του λυτρωτικού εν Χριστώ γεγονότος˙θέα και ενατένιση προς τα έσχατα, όταν θα ολοκληρωθεί το Πάσχα “εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας Του”. Είναι μια μορφή μετοχής στη ζωή και στη δόξα Του.

Κάθε Θεία Λειτουργία ανανεώνει τη συνείδηση της Βασιλείας του Θεού γύρω μας και μέσα μας: α) Αποκαλύπτοντας συνοπτικά το νόημα της ιστορίας, που είναι η μεταμόρφωση του κόσμου μέσα στην αγάπη του Λόγου του Θεού και στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. β) Προσκαλώντας σε μια κίνηση απελευθερώσεως από κάθε είδους συμβατικότητες, από τα κυκλώματα των εμπαθών λογισμών, από τον μαγνητισμό των εγωκεντρικών τάσεων. γ) Οδηγώντας σε μια κοινωνία αγάπης με τους πιστούς όλων των εποχών και όλων των τόπων˙δυναμώνοντας την αίσθηση ενότητος με όλους τους ανθρώπους -αυτούς που γνωρίζουν ότι έχουν μέσα τους την εικόνα του Θεού και εκείνους που αμφιβάλλουν γι’ αυτό, επηρεασμένοι από διάφορα θρησκευτικά ή ιδεολογικά συστήματα.

Έτσι το ευχαριστιακό γεγονός της Λειτουργίας στερεώνει τη χριστιανική εμπειρία και αποτελεί την κορύφωσή της. Μεταμορφώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και την κάνει μέτοχο της δόξης του Θεού. Η λατρεία, και ιδιαίτερα η Θεία Λειτουργία, συμβάλλει στην αδιάκοπη πρόσληψη του Ευαγγελίου της χάριτος και της σωτηρίας, πρόσληψη όχι αφηρημένης γνώσεως αλλά δυνάμεως. Η Θεία Λειτουργία συνιστά δοξολογική αναγγελία και φανέρωση της Βασιλείας των ουρανών στον κόσμο ο οποίος, έστω κι αν θέλει να την αγνοεί, στο βάθος την αναζητεί.

Η ευχαριστιακή σύναξη, ως “σημείον της Βασιλείας” για τον σύγχρονο, τεχνοκρατούμενο κόσμο, αποτελεί πρόκληση, που συνεχώς τονίζει το γεγονός ότι υπάρχει και κάποια άλλη διάσταση της ανθρώπινης υπάρξεως. Κάτι περισσότερο˙είναι πρόσκληση σε κοινωνία αγάπης με Εκείνον ο οποίος είναι η Αγάπη, τον Τριαδικό Θεό. Μ’ αυτόν τον τρόπο η λατρεία σταθερά διατηρεί τον “ιεραποστολικό της χαρακτήρα” για την εκκοσμικευμένη κοινωνία, ελκύοντάς την ως κεντρομόλος ενέργεια προς το κέντρο του σύμπαντος που είναι ο Χριστός, ώστε να “ανακεφαλαιωθούν τα πάντα εν Αυτώ” (Εφεσ. 1:10).

Με την προσωπική προσευχή προεκτείνεται στην καθημερινή μας δραστηριότητα, στις εκ πρώτης όψεως ουδέτερες προσπάθειές μας, αυτή η “κοινωνία” η οποία συντελείται κατά τη Λειτουργία. Η “προσευχή του Ιησού”, “συνεχής προσευχή της καρδίας”, φέρνει σταθερά στον νου και στην καρδιά την παρουσία του αναστάντος Χριστού και την ακτινοβολεί στο περιβάλλον.

Β΄Διακονία

Η προσευχή της Εκκλησίας κορυφώνεται στην ευχαριστιακή αναφορά κατά τη στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων και, κατ’ επέκταση, όλης της κτίσεως – “Ελθέτω το Πνεύμα σου το Άγιον εφ’ ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα”. Μ’ αυτόν τον τρόπο βιώνεται αδιάκοπα εν τη Εκκλησία η Πεντηκοστή. Αλλά κάθε εκκλησιαστική κοινότητα που λαμβάνει το Πνεύμα πρέπει να γνωρίζει ότι Αυτό δεν έρχεται για να γίνει ιδιοκτησία, κτήμα μερικών μόνο ατόμων, για προσωπική απόλαυση και έκσταση, αλλά για μια οικουμενική αποστολή (βλ. Πράξ. 1:8). Με τη βίαιη πνοή και τις γλώσσες του πυρός καταλύονται όλα τα φράγματα και τα σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους. Η Πεντηκοστή υπήρξε η υπέρβαση της Βαβέλ (δηλαδή της συγχύσεως) και ο εγκαινιασμός μιας νέας σχέσεως εμπιστοσύνης και αγάπης με τον Θεό και με τους ανθρώπους˙μια νέα αποφασιστική δυνατότητα κοινωνίας. Οι καρποί του Αγίου Πνεύματος δεν περιορίζονται σε εκστατικά φαινόμενα, αλλά αναφέρονται κυρίως στη μεταμόρφωση προσωπικών σχέσεων – “ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια” (Γαλ. 5:22-23).

Οι τοπικές Εκκλησίες, οι επισκοπές, οι ενορίες, αλλά και κάθε μορφή εκφράσεως της εκκλησιαστικής ζωής, μοναστήρια, θρησκευτικοί οργανισμοί, ιεραποστολικοί σύλλογοι, άτυπες ιεραποστολικές ομάδες και κοινότητες οφείλουν να μένουν σύνολα διαρκώς ανοικτά, που κατανοούν και εκτελούν το χρέος τους μέσα στην κοινωνία για χάρη ολόκληρης της οικουμένης˙αδιάκοπα προσλαμβάνοντας και προσφέροντας το Ευαγγέλιο. Το όποιο κλείσιμο στον εαυτό τους σημαίνει άρνηση της φύσεώς τους που οδηγεί σε ασφυξία. Η συνεχής προσφορά αυτού που έχουν, αυτού που είναι, αποτελεί το μυστικό της υπάρξεώς τους. Όταν οι άνθρωποι χαρίζουν, τα αγαθά τους πολλαπλασιάζονται -όπως ακριβώς συμβαίνει με τη χαρά. Όταν κρατούν αποκλειστικά για τον εαυτό τους αυτό που τους δίνεται, τελικά το χάνουν. Η βασική αυτή αρχή ισχύει τόσο για τα πνευματικά όσο και τα υλικά αγαθά και χαρίσματα. Έχει ισχύ σ’ όλα τα επίπεδα υπάρξεως, από τα απλούστερα ως τα συνθετότερα. Οποιοδήποτε εκκλησιαστικό σύνολο, μικρό ή μεγάλο, όταν κλειστεί στον εαυτό του, χάνει τον εαυτό του, αυτοκαταστρέφεται. Ανακαλύπτεις ουσιαστικά τον εαυτό σου, όταν τον προσφέρεις. Πρόκειται για χριστιανικό αξίωμα καθολικής εφαρμογής. Έτσι λοιπόν, η ανιδιοτελής διακονία μέσα στην ευρύτερη ανθρώπινη κοινωνία δεν είναι ένα ηθικολογικό “πρέπει” αλλά η έκφραση ζωής, η αναπνοή της Εκκλησίας.

Στις διάφορες διεθνείς συσκέψεις και συναντήσεις γίνεται πολύς λόγος για τη δικαιοσύνη, την ενότητα, την ισότητα, τη συμμετοχή στα προβλήματα των φτωχών. Αυτό είναι εύκολο! Αλλά στη συνέχεια αποφεύγουμε τη συμμετοχή και προτιμούμε τον πλούτο μας, την άνεσή μας, την ασφάλειά μας, δηλαδή τελικά προτιμούμε τον εαυτό μας. Και εγείρεται το βασικό ερώτημα, ποιος μπορεί να μας ελευθερώσει από αυτή την αιχμαλωσία στον εαυτό μας. Σύμφωνα με την αποστολική εμπειρία, μόνο μια ζωντανή σχέση με τον Χριστό -που πραγματοποιείται μέσα στην προσευχή και στη λατρεία- μπορεί να μας λυτρώνει από τα προσωπικά μας ενδιαφέροντα και να ανανεώνει συνεχώς το πνεύμα της θυσίας και της τόλμης, ώστε να μπορούμε να αγωνιζόμαστε για τη δικαιοσύνη και την αδελφοσύνη, ακόμα και όταν οι καταστάσεις παρουσιάζονται ανέλπιδες. Χωρίς αυτή την εσωτερική δύναμη και ελευθερία όλες οι προσπάθειές μας κινδυνεύουν να εκφυλιστούν σε κουραστική φλυαρία.

Λατρεία και διακονία είναι συνδεδεμένες σαν τις δύο φάσεις του ρυθμού αναπνοής, ως εισπνοή και εκπνοή. Δεν μπορεί να υπάρξει δυναμική εκπνοή σε διακονία χωρίς δυναμική εισπνοή στη λατρεία, και αντιστρόφως. Δεν μπορείς να έχεις την ψευδαίσθηση ότι ζεις “εν Αυτώ”, ο οποίος υπήρξε “ο διακονών” (Λουκ. 22:27), ο οποίος “διήλθεν ευεργετών και ιώμενος” (Πράξ. 10:38), χωρίς η παρουσία σου στη ζωή να είναι μια δυναμική έκφραση αυτής της μεταμορφωτικής δυνάμεως, μια αντίσταση στις δαιμονικές δυνάμεις που αλλοτριώνουν και εξαχρειώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη με την αδικία, την πλεονεξία, τη διαστρέβλωση της σκέψεως και του νοήματος της ζωής, μολύνοντας συνεχώς την ανθρώπινη φαντασία. Δεν μπορεί κανείς να μένει αδιάφορος μπροστά στις ποικίλες μορφές καταδυναστεύσεως των ανθρώπων από την ανέχεια, τη βία, τις άδικες διακρίσεις, από τον πολύτροπο ανθρώπινο εγωισμό, που ακριβώς αυτός είναι η αμαρτία, η ανταρσία κατά της αγάπης του Τριαδικού Θεού.

Η συμμετοχή λοιπόν σ’ οποιαδήποτε δυναμική κίνηση για την απελευθέρωση της ανθρώπινης ζωής από κάθε δαιμονικη καταδυνάστευση, κάθε ανήθικη και άδικη δομή, είναι άμεση απόρροια της λειτουργικής εμπειρίας, άμεση έκφραση βιώσεως της σωτηρίας. Στην Ορθόδοξη Συνδιάσκεψη στο Ετζμιαντζίν της Αρμενίας, το 1975, είχαμε τονίσει ότι, ύστερα από τη Θεία Λειτουργία στον ναό, μια νέα λειτουργία αρχίζει στο πέτρινο θυσιαστήριο της καθημερινής πραγματικότητος, μια λειτουργία που κάθε πιστός πρέπει να τελέσει. Αυτή η ιδέα αργότερα έγινε κωδική φράση στην οικουμενική κίνηση ως “λειτουργία μετά τη Λειτουργία”. Όποιος θέλει να ζει εν Χριστώ είναι υποχρεωμένος να Τον ακολουθεί, όχι μόνο στο υπερώο και στο όρος της Μεταμορφώσεως, αλλά και στη σκόνη της αποστολικής πορείας, στον ανήφορο προς την Ιερουσαλήμ και τον Γολγοθά.

Γ΄Μαρτυρία

Η αποστολική εμπειρία εκφράζεται με την αναγγελία του “Ευαγγελίου της δόξης” συνεχώς σε νέα σύνορα και απρόσιτες περιοχές. Απρόσιτες όχι μόνο με τη γεωγραφική έννοια αλλά και την κοινωνική. Μια σύγχρονη ασθένεια που απειλεί να παραλύσει τη χριστιανική ιεραποστολή είναι η αντίληψη ότι, εφόσον παντού υπάρχει ανάγκη ευαγγελισμού, είμαστε όλοι “ιεραπόστολοι”˙κατά συνέπεια περιοριζόμαστε στις υπάρχουσες συνθήκες ζωής, αγνοώντας τις πιο δύσκολες και λησμονημένες περιοχές χριστιανικής μαρτυρίας. Στην τελευταία όμως εντολή Του ο Κύριος επιμένει σε μια καθολική τοποθέτηση: “Και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ  και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης” (Πράξ. 1:8).

Η αποστολική εμπειρία και μαρτυρία κορυφώνεται στο μαρτύριο. “Και έσεσθέ μοι μάρτυρες”. Μ’ άλλα λόγια: ” Θα πρέπει κάτι ουσιαστικό να πείτε για τη ζωή Μου και τον θάνατό Μου: με τη ζωή σας, με τον θάνατό σας”. Είναι ενδεικτικό ότι η ελληνική λέξη της Καινής Διαθήκης “μάρτυς” έχει δύο έννοιες. Η μία, δίνω μαρτυρία και η άλλη, καταθέτω αυτήν τη μαρτυρία σφραγίζοντάς την με αίμα, με “μαρτύριον”. Η γνώση του προσώπου του Χριστου θα ολοκληρωθεί με την υπαρξιακή γνώση του θανάτου Του: “Του γνώναι αυτόν και την δύναμιν της αναστάσεως αυτού… συμμορφούμενοι τω θανάτω αυτού” (Φιλ. 3:10). Αυτό παραμένει κοινή κλήση για τα μέλη της Εκκλησίας, μερίδιο όλων των πιστών στη μαρτυρία και στο μαρτύριό της. Αυτού του είδους η μαρτυρία, η δεμένη με μαρτύριο, μεταμορφώνει τη δοκιμασία σε βαθιά χαρά, την εξωτερική κοινωνική αποτυχία σε εσωτερική ωριμότητα, σε υπαρξιακή συμμετοχή στον θάνατο και στη ζωή του Χριστού. Συχνά, αυτό που ονομάζουμε επιτυχία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μασκαρεμένη αποτυχία. Και αυτό που κοινωνικά θεωρείται αποτυχία κρύβει κάποτε μια ουσιαστική επιτυχία.

Στους πρώτους αιώνες χρειάστηκε να δώσουν τη μαρτυρία αίματος εκατομμύρια χριστιανοί. Σ’ όλες τις κρίσιμες εποχές μέχρι σήμερα -πριν από τη θεμελίωση νέων τοπικών Εκκλησιών ή στις απόπειρες εκθεμελιώσεως των παλαιών- ζητείται και πάλι το μαρτύριο αίματος. Όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε μερικούς σύγχρονους μάρτυρες, που πλήρωσαν με τη ζωή τους την πιστότητα και αφιέρωσή τους στη δικαιοσύνη και την αλήθεια του Χριστού.

Εκατομμύρια επίσης άλλοι πιστοί “άχρι θανάτου”, που δεν μαρτύρησαν εξωτερικά, βίωσαν το προσωπικό τους μαρτύριο, την αγάπη τους στον Εσταυρωμένο, με άλλους τρόπους. Οι Απόστολοι έζησαν την πρώτη φάση της μαρτυρίας και του μαρτυρίου αντιμετωπίζοντας χίλιους κινδύνους και δυσκολίες στο έργο τους, “ώστε εξαπορηθήναι αυτούς και του ζην” (Β΄ Κορ. 1:8. Πρβλ. 6:4-6˙11:26-27). Αργότερα οι μοναχοί ξαναβίωσαν το μαρτύριο στην άσκηση μέσα στην έρημο, στην πάλη τους με τις διαβολικές παρορμήσεις, αποδεχόμενοι ελεύθερα τη συμμετοχή στη φτώχεια και τις στερήσεις του λαού, αντιστεκόμενοι ενάντια στις παρεκκλήσεις της κρατικής ή της εκκλησιαστικής εξουσίας.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία καθημερινά μνημονεύουμε τους μάρτυρες και οσίους, στους οποίους περιλαμβάνονται ισότιμα άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πλούσιοι, φτωχοί, επίσημοι ή άσημοι, άνθρωποι “εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών” (Αποκ. 7:9). Στη λατρευτική ζωή συντελείται μια κοινωνία, ένα “πανηγύρι”, μαζί με όλους αυτούς που αγάπησαν τον Χριστό ανεπιφύλακτα και γενναία, μέχρι θανάτου. Η συμμετοχή στο πανηγύρι τούτο των Αγίων δίνει νέο θάρρος, ελπίδα και έμπνευση για τη βίωση του προσωπικού μαρτυρίου, σ’ οποιαδήποτε δόση και μορφή επιφυλάσσει η ζωή.

Η μετοχή σε κάποιο είδος μαρτυρίου παίρνει σήμερα νέες, απρόσμενες μορφές μέσα στους πολύμορφους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, ειρήνη, ενότητα, για τη βίωση του Ευαγγελίου στην προσωπική ζωή, στις ώρες κρισίμων αποφάσεων, στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις αυτού του κόσμου, μέσα στις προκλήσεις των δομών της σύγχρονης κοινωνίας. Λίγο-πολύ όλοι μας θα γνωρίσουμε το μαρτύριο που επιφυλάσσει στον καθένα ο Θεός μέσα στις ποικίλες συνθήκες ζωης: στην έρημο της μεγάλης πολιτείας, στην καθημερινή, σιωπηλή δοκιμασία της συνεργασίας ή της υπεύθυνης διοικήσεως. Αίροντες τον προσωπικό μας σταυρό “καθ’ ημέραν” (Λουκ. 9:23), πάντοτε σε μια προοπτική δυναμικής ελπίδας και μυστικής χαράς. “Εν θλίψει πολλή μετά χαράς Πνεύματος Αγίου” (Α΄Θεσ. 1:6).

Στη σύγχρονη πνευματική αναζήτηση επιβάλλεται να προσπαθούμε να βιώνουμε την αποστολική εμπειρία στην καθολικότητά της. Αποκλειστική έμφαση στο επιμέρους οδηγεί σε αιρετική μορφή ζωής και ουσιαστική εξασθένηση των υπολοίπων στοιχείων. Λατρεία, διακονία, μαρτυρία, βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και αλληλοπεριχώρηση. Η λατρεία, υποβάλλοντας σε συνεχή “βιολογικό καθαρισμό” τα διάφορα απόβλητα της ιδιοτελούς σκέψεως, της εγωιστικής βουλήσεως και ενέργειας, προσφέρει αδιάκοπα το καθαρό νερό που χρειάζονται οι εκάστοτε προσωπικές και ομαδικές ενέργειες, για να γίνονται πράγματι “εκκλησιαστικές” και να φέρουν πλούσιο και μεστό καρπό. Αυτός ο καθαρισμός και αγιασμός συμβάλλει αφανώς στην ανανέωση της ανθρώπινης ζωής και της ζωής του κόσμου.

 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πάντα τα Έθνη”, τεύχος 13, 1983.

Φωτογραφία: από τη Μητρόπολη Μουάνζας Τανζανίας