Έρχομαι τώρα σε Σένα Κύριε, για να Σου μιλήσω. Άκουσε τη φωνή μου Συ που την άκουες και τότε που, πνιγμένη μέσα στην ψυχή τη φουρτουνιασμένη από τις έννοιες του κόσμου δεν πρόφθανε ν’ ανεβεί στα χείλη μου, που άλλα είχαν, σ’ άλλους να πουν λόγια. Άκουσε και συγχώρεσέ με, για τις τόσες και τόσες φορές που, νυσταγμένα και αφηρημένα, άφηναν από το αμαρτωλό το στόμα να βγαίνει μια προσευχή, έτσι αδύνατη και τόσο τρομαγμένη, που ήταν μια βλαστήμια που ερχόταν στο θρόνο της μεγαλοπρέπειάς Σου.

Άκουσέ με ακόμα, τώρα που, επί τέλους, αποφασίζω να προσευχηθώ, ενώ θα ᾿πρεπε στιγμή να μην αφήνω, για να εκμεταλλεύομαι το μεγάλο προνόμιο του να μπορώ να σου μιλώ όταν θέλω. Επάκουσέ με και δος μου λόγια και πνεύμα προσευχής για να πάρω τροφή και δύναμη πριν λιγοθυμήσω στην παγωμένη έρημο αυτής της ζωής.

Ω Κύριε και πώς τολμώ να Σου μιλήσω. Πώς τα ίδια τα χείλη, που τόσες ανοησίες, τόσες ψευτιές, τόσες κατηγορίες ως τα τώρα είπαν, τόσα λόγια που ήταν ντροπή για το Άγιο όνομά Σου, πώς τώρα τα ίδια χείλη θα τολμήσουν να ανοιχτούν σε μια προσευχή σε Σένα και πώς θ’ ανοίξει μπρος σου μια ψυχή τόσο σκοτεινιασμένη από τις τόσες αμαρτίες που ως τώρα έκαμα; Ω Κύριε, ξέρω πως Συ ο Δίκαιος τα ᾿χεις όλα -όλα γραμμένα όσα εγώ αμάρτησα. Μα εγώ τα ξέχασα όλα ο άθλιος και ό,τι μου έχει μείνει είναι τα φταιξίματα που οι άλλοι έκαμαν σε μένα. Εκείνα τα θυμάμαι όλα. Ό,τι εγώ έκαμα σε Σένα τα ᾿χω ξεχάσει. Και είναι ζήτημα αν τα πιο χοντρά, που είναι ακόμη στη μνήμη μου, μπορώ να πω, πως τα ᾿χω μπροστά μου, όταν σκέπτομαι και συλλογιέμαι, ποιος είμαι και όταν διατυπώνω τις αξιώσεις να έλθουν όλα τα πράγματα όπως εγώ τα θέλω…

Τι έφταιξα; Και τι δεν έφταιξα; Και ποια, λοιπόν είναι η εντολή Σου; Από την πιο μικρή, ως την πιο μεγάλη, που να μην την ποδοπάτησα; Και μια φορά μόνο; Και να ᾿χα τουλάχιστον να πω πως δεν ήξερα; Μα ξέρω, ξέρω Κύριε, γιατί Εσύ και γνώση μου έδωσες και μόρφωση και διδασκάλους, και βιβλία, και αδελφούς και περιβάλλον και ευκαιρίες! Ω πόσοι και πόσοι αμαρτωλοί θα ήσαν άγιοι, αν είχαν όση εγώ -ή μάλλον ένα ελάχιστο ποσοστό από ό,τι εγώ έχω- μόρφωση ή ευκαιρία ή γνώση της Γραφής ή συντροφιά πνευματική. Ήμαρτον Κύριε. Αμάρτησα μια φορά όταν παρέβην την εντολή Σου. Και αμάρτησα ακόμη περισσότερο όταν ξέχασα το αμάρτημα. Και αμάρτησα τρεις φορές χειρότερα όταν, νομίζοντας τον εαυτό μου καλό και ξεχνώντας τι είμαι, θέλησα να κρίνω τον εαυτό μου. Και αν δεν ήταν το αίμα Σου, θα ᾿πρεπε να πω: αμάρτησα ακόμη πιο σατανικά που με τέτοια χάλια τόλμησα να εμφανιστώ τώρα μπροστά Σου .

Κι όμως να που προσήλθα! Να που άρχισα, που τόλμησα. Νυν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριόν μου εγώ δε ειμί γη και σποδός! Ναι Κύριε μπορώ να Σου μιλήσω. Και να Σου μιλήσω με θάρρος. Και να Σε αποκαλέσω -ό,τι τους Αγγέλους δεν ήκουσα ακόμη να σε αποκαλούν- Πατέρα. Ναι Πατέρα -Πατέρα μου. Σε Σένα έρχομαι, να Σ’ ευχαριστήσω γιατί με έχεις ακόμη παιδί σου. Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. Πατέρα μου -Σε ξέχασα! Ξεχνώ να σε ευχαριστήσω γιατί με έχεις παιδί Σου. Ξεχνώ ακόμη πως είμαι παιδί σου και ή χαίρω για τον κόσμο ή λυπάμαι για τον κόσμο σαν να ήμουν του κόσμου, του αθλίου κόσμου παιδί.

Ω Πατέρα! Εν παντί τόπω της δεσποτείας Σου, δεν είμαι λοιπόν στο πατρικό Σου σπίτι; Δεν είμαι λοιπόν μαζί Σου; Και δεν το ξέρω πως μαζί Σου, μαζί μου επομένως, είναι και όλα τ’ άλλα Σου παιδιά, τα αδέλφια μου; Γιατί, λοιπόν, πατέρα μου να τα ξεχνώ όλα; Όλα όταν απομακρυνθώ λίγο από την ανθρώπινη συντροφιά, έστω και αν η συντροφιά αυτή ήσαν τα παιδιά Σου; Γιατί λοιπόν; Τι παθαίνουν της ψυχής μου τα μάτια; Και θολώνουν και βλέπουν το κακό μπροστά τους και δεν βλέπουν Εσένα, τη δική Σου παρουσία; Την δική Σου ευλογία μπροστά μου; Γιατί λοιπόν η αγάπη στ’ αδέλφια μου να μου εμπνέει τόση πολλή ξεχασιά της παρουσίας Σου και τόση λίγη επιθυμία και δύναμη να ενωθώ μαζί Σου θερμά και παρατεταμένα στην υπέρτατη και τρισευτυχισμένη μυσταγωγία προσευχής;

Φθάνει πια Πατέρα μου. Συ που με έκανες παιδί Σου, συμπλήρωσέ μου τώρα τη χάρη Σου. Δώσε μου να νοιώθω τι θα πει παιδί Σου ή τι θα πει να είσαι Πατέρας μου.

Δώσε μου να νοιώσω τη συντροφιά Σου -την παρήγορη και ζωογόνο συντροφιά Σου όπου και αν στραφώ! Και όταν η ζωή με πειράξει, όταν οι δυσκολίες της ζωής έλθουν, όταν αρρώστιες ή δυστυχίες ή η θλίψις τη σαρκί, που δίνει το στάδιο που διάλεξα, τώρα στα γεράματα όταν ακόμη η αμαρτία με χτυπήσει. Ω δώσε, δώσε Πατέρα μου να στραφώ προς Εσένα, να θυμηθώ Εσένα, να καταφύγω σε Σένα με όλη την επίγνωση του τι μεγαλείο δυνάμεως είναι ο Πατέρας μου, το καταφύγιό μου. Και κάνε με τότε να νοιώσω τη χαρά τη δική Σου -να πλημμυρίζει το είναι μου και τον ύμνο της δοξολογίας Σου να ανεβαίνει στα χείλη μου.

Και όταν βλέπω τον κατήφορο της αμαρτίας να με παίρνει, όταν η προσευχή μου είναι άγονη, όταν η Γραφή δεν μου μιλά πια, όταν η συλλογή φεύγει, όταν ο κόσμος με τραβά, όταν το σκοτάδι με πνίγει, όταν το βούισμα της πνευματικής θαλάσσης ακούγεται γύρω μου, ω δώσε μου Κύριε τη σωτήρια σκέψη. Πως είμαι παιδί Σου. Πως είτε με ενθουσιασμό, είτε χωρίς ενθουσιασμό, είτε με θέρμη, είτε με πάγο, είτε με χαρά είτε με θλίψη, είτε με αρετή (αχ η δική μου αρετή) είτε με κακία, δικός Σου είμαι, είσαι ο Πατέρας μου. Μη τι Κύριε εάν λαλήσω έτι άπαξ.

Κι όταν τα αδέλφια μου -οι δικοί μου- δεν ακούγονται και όταν ακόμη πιστεύω πως με πικραίνουν, όταν ακόμη αμελούν ή και -άνθρωπος είναι κι αυτοί- με ξεχάσουν, ω και τότε ας θυμηθώ πάλι Κύριε, πως είσαι Πατέρας μου και Πατέρας τους, και ας ζητήσω από Σένα, ένα και μόνο, να παραμένουν αδέλφια μου κάτω από τη σκέπη Σου, αφήνοντας όλα τα άλλα σε Σένα.

Ας μη παροξυνθή, δέομαι, ο Κύριός μου, εάν λαλήσω έτι άπαξ. Όταν με αδικήσουν κάποτε τα αδέλφια μου -οι δικοί μου ήδη το έχουν κάνει πολλές φορές, ή όταν τυχόν πικραίνοντάς Σε, σε στιγμή πτώσεως πικραίνουν και εμένα, να θυμηθώ ότι εδώ χρειάζεται να επιστρέφω και στηρίξω τους αδελφούς μου. Να αφήσω την πίκρα και τη σκέψη και να στραφώ σε Εσένα και ύστερα και σ’ αυτούς, με αγάπη, με πίστη, με λόγια χαράς και προτροπής και ελέγχου αλλά με καρδιά γεμάτη εμπιστοσύνη σε Σένα.

Και όταν βλέπω πως δεν είμαι καλός στη δουλειά μου, όταν όλες μου οι υποχρεώσεις μένουν ανεκπλήρωτες, όταν η αγία ημέρα Σου πάει χαμένη… Ω Πατέρα μου να θυμηθώ πως δεν υπάρχει καμιά μου λύπη, καμιά μου στεναχώρια, καμία απορία, καμιά δυσκολία, που να μην πρέπει να την παρουσιάσω με παιδική πίστη σε Σένα.

Δος μου ακόμη, Κύριε, να είμαι πιστός στρατιώτης στο έργο Σου και δώσε μου υποταγή σε εκείνους που πρέπει να υποτάσσομαι, στοργή σ’ εκείνους που πρέπει να καθοδηγώ και ιδιαίτερα υποταγή αμέριστη και αγόγγυστη σ’ εκείνον που έχει την υποχρέωση να αγρυπνά υπέρ της ψυχής μου ως λόγον αποδώσεως, ίνα μετά χαράς τούτο ποιεί και μη στενάζων, αλυσιτελές  γαρ μοι τούτο…

Δος μου να ακούω ό,τι μου λέει, όχι μόνο όταν με ενθαρρύνει αλλά και όταν με ψέγει και όταν χτυπά και πρόπαντός όταν για λόγους που Συ ξέρεις αφήνεις να έχει άδικο στην κρίση του. Αν εγώ ξέρω πόσο αμαρτωλός είμαι, πόσο αυστηρή είναι η αιώνια κρίση σου, θα καταλάβω πως ποτέ ανθρώπινη κρίση, όσο αυστηρή κι αν είναι, δεν θα εγγίζει την αυστηρότητα της Θείας Σου Δικαιοσύνης.

Και πόσα έχω ακόμη να Σου ζητήσω Κύριε. Και πόσα να Σε παρακαλέσω. Μα τώρα ένα ακόμα έχω. Δώσε μου τώρα να ζητήσω με την καρδιά μου.

Όπως τώρα με αξίωσες να σου μιλήσω, έτσι σπρώχνε με διαρκώς, να ξαναέρχομαι μπροστά Σου και να ξεσπώ, για μένα, τ’ αδέλφια μου, τους δικούς μου στην προσευχή, σε διαρκώς συχνότερη και θερμότερη προσευχή …ως την ημέρα εκείνη, που δεν θα τη χρειάζομαι πια.

Μακαριστός π.Σπυρίδων Σημαντήρης

Πριν φύγω για Kenya-Ιούλιος 1990