Κοινοποιούμε εδώ το άρθρο του κυρίου Νικόλαου Τσιρέβελου «Η λειτουργία μετά τη Λειτουργία» που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 168 του περιοδικού “Πάντα τα Έθνη”. Θερμές ευχαριστίες προς τον κύριο Τσιρέβελο για την ολοπρόθυμη παραχώρηση της άδειας αναδημοσίευσης.

 

«Η λειτουργία μετά τη Λειτουργία».

Η προτροπή του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου και τα 60α γενέθλιά της

 

Νικολάου Τσιρέβελου,

Δρ. Θεολογίας –

Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ / Επισκέπτη Καθηγητή Πανεπιστημίου Logos (Τίρανα).

 

Στο σύντομο αυτό κείμενο σκιαγραφείται διαχρονικά η πορεία της σκέψης του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου από το 1963 και εξής για το χρέος των πιστών που λαμβάνουν τον ζώντα Χριστό με τη θεία Κοινωνία να μεταδίδουν δυναμικά αυτήν την εμπειρία με τη μαρτυρία και το έργο τους, με τη δική τους λειτουργία μέσα στην κοινωνία. Αυτό το άνοιγμα προς τον κόσμο  κωδικοποιήθηκε από τον τότε Επίσκοπο Ανδρούσης  Αναστάσιο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών το έτος 1976 με τη γνωστή πλέον προτροπή «Η λειτουργία μετά τη Λειτουργία».  Έκτοτε η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε από ειδικούς που ασχολούνται θεωρητικά κυρίως με την ιεραποστολική και στις ημέρες μας έχει ευρύτερα διαδοθεί, χωρίς πάντοτε να αποδίδεταικαθηκόντως η πατρότητά της ή ακόμη χωρίς να είναι γνωστή η προέλευσή της.

 

Αθήνα 1963

Ήταν Β΄ Κυριακή των Νηστειών του 1963, εορτή του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, στην Αθήνα, όταν ο τότε διάκονος Αναστάσιος Γιαννουλάτος συνέδεσε για πρώτη φορά το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας με την καθημερινή ζωή. Σε ένα κήρυγμά του προς τα μέλη της Χριστιανικής Ένωσης Επιστημόνων, αναφέρθηκε στην ανάγκη το ευχαριστιακό και λειτουργικό βίωμα να συνεχισθεί και μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας και να συμβάλλει ριζικά στην αλλαγή της καθημερινότητάς τους. Πιο συγκεκριμένα επισήμανε: «Δεν πρέπει να χαθεί το γεγονός αυτό (της Θείας Λειτουργίας) σαν μια στιγμιαία συγκίνηση, αλλά να προεκταθεί η Λειτουργία μέσα στην καθημερινή ζωή. Και να μεταμορφωθεί ολόκληρη η ζωή σε μια λειτουργία. Για να γίνει το γραφείο μας, το θυσιαστήριο μας, το εργοστάσιο ή το σπίτι μας, ο ναός μας, η εργασία μας λειτουργία, όπου θα προσφέρονται η ψυχή και το σώμα μας “θυσία ζώσα, αγία, ευάρεστος τω Θεώ”».[1]

 

Μεξικό 1963 – Αθήνα 1964

Λίγους μήνες αργότερα κατά το ίδιο έτος η σύνδεση της λατρευτικής εμπειρίας με την καθημερινή ζωή αλλά και την παγκόσμια ιεραποστολή παρατηρείται πιο ευδιάκριτα στο άρθρο με τίτλο «Ορθόδοξη Ιεραποστολή και Θεία Ευχαριστία».[2] Το άρθρο αυτό ήταν ένα απόσπασμα από εισήγηση στην αγγλική γλώσσα στη «Συνέλευση Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού» του ΠΣΕ στο Μεξικό το έτος 1963. Ο τότε διάκονος Αναστάσιος Γιαννουλάτος γράφει:  «Ο Χριστός δεν είναι απλώς ένας προφήτης ή μια θεωρία. Είναι ζωή: Η Ζωή. Η μετάδοση αυτής της ζωής δεν πραγματοποιείται τόσο με λέξεις, ιδέες, σκέψεις. Φθάνει στο πλήρωμά της στη Θεία Κοινωνία. Κάθε μέλος της υπάρξεώς μας, της ανθρώπινης υπάρξεώς μας, σώμα και ψυχή, πρέπει να αγιασθεί. Γι’  αυτό λαμβάνουμε το αίμα και το σώμα Του, ώστε καθετί μέσα μας να μεταμορφωθεί και να γίνουμε “θείας κοινωνοί φύσεως” (Β΄ Πετρ.1:4)».[3] Στο απόσπασμα δηλώνεται η πληρότητα της ζωής που λαμβάνει ο πιστός με το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και η σημασία του για την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το κείμενο αυτό που δημοσιεύθηκε το 1964 στο πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό Πορευθέντες, καταλήγει στην περιφραστική διατύπωση της προτροπής «λειτουργία μετά τη Λειτουργία»: «Σε κάθε θεία Λειτουργία ο καθένας καλείται να προσφέρει ολόκληρο τον εαυτό του, ολόκληρο το έργο του -αυτό που είναι, αυτό που έχει, αυτό που κάνει- στον Χριστό. […] Θα πρέπει να αναζητεί να είναι ‘εν θεία κοινωνία’ με τον Κύριο, ώστε ολόκληρη η ύπαρξή του να απελευθερωθεί από τα στενά δεσμά του εγωισμού του. Τότε μόνον, με μια αληθινή και  έκδηλη αγάπη για όλη την ανθρωπότητα, θα μπορέσει να μετάσχει στη ζωή της θείας αγάπης, τημακαρία ζωή της Αγίας Τριάδος»[4].

Οι αναγνώστες/αναγνώστριες του περιοδικού ελάχιστα γνώριζαν τότε για την ιεραποστολή. Άλλωστε η αφετηρία για την αναζωπύρωση του χρέους των Ορθοδόξων για τη μαρτυρία στα έθνηυπήρξε η σημαντική ομιλία του στην Αποστολική Διακονία το έτος 1959 «Η λησμονημένη εντολή», η οποία, όπως φανερώνει η σύγχρονη Εκκλησιαστική Ιστορία και η σχετική ιεραποστολική έρευνα, ήταν αποφασιστική.[5]

Στη συνέχεια του κειμένου ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος αναλύειτη σχέση της θείας Ευχαριστίας με την παγκόσμια ιεραποστολή κινούμενος πάνω σε δύο άξονες. Ο πρώτος άξονας αναφέρεται στην ενδυνάμωση του χριστιανού με τη συμμετοχή του στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και την ταυτόχρονη συνειδητοποίηση του χρέους και της αποστολής του στον κόσμο: «Είναι πολύ αμφίβολο, εάν μπορούμε να μετέχουμε πραγματικά και να ζούμε τη Θεία Λειτουργία, όταν δεν αισθανόμαστε βαθιά ότι η θυσία του Κυρίου μας και το απολυτρωτικό Του έργο –που λαμβάνει και πάλι χώρα μυστικά κατά την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας- δεν προσφέρεται αποκλειστικά για μερικά εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά για όλο τον κόσμο. Είναι ακόμη αμφισβητήσιμο, εάν δικαιούμεθα να λαμβάνουμε μέρος στο Δείπνο της Αγάπης, όταν αδιαφορούμε για το γεγονός, ότι τόσοι και τόσοι άγνωστοι αδελφοί μας γεννιούνται, παθαίνουν και ζουν, χωρίς να έχουν γνωρίσει την Αλήθεια».[6]

Ο δεύτερος άξονας τονίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ιεραποστολική διακονία δίχως την ουσιαστική κοινωνία με τον ίδιο τον Ιησού: «Όταν αναλογιζόμαστε τη βαθιά σχέση ενότητος και αγάπης του Υιού με τον Πατέρα, κατανοούμε καλύτερα τί είδους “κοινωνία” απαιτείται μεταξύ αποστέλλοντος και απεσταλμένου».[7] Αυτή η κοινωνία, όπως συνεχίζει λίγο παρακάτω, επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή στη θεία Ευχαριστία. Η θεία Ευχαριστία αποτελεί τον πυρήνα της εκκλησιαστικής ζωής και το βασικό εφόδιο για τη μαρτυρία και τη διακονία των μαθητών του Κυρίου αλλά και των μετέπειτα ανά τους αιώνες μαθητών και μαθητριών Του.[8]

 

Ετζμιατζίν Αρμενίας 1975

Το 1975 ο τότε Επίσκοπος Ανδρούσης Αναστάσιος (Γιαννουλάτος) ο οποίος είχε διατελέσει Γραμματέας της Επιτροπής Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού για Ορθόδοξες Μελέτες και Σχέσεις (CWE, “Desk for Orthodox Studies and Relations”) σε  Διάσκεψη του Π.Σ.Ε στο Etchmiadzine της Αρμενίας, με θέμα: “Confessing Christ through the Liturgical Life of the Church” («Ομολογώντας τον Χριστό δια της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας»), χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την κωδικοποιημένη προτροπή «Λειτουργία μετά τη Λειτουργία».

Παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το κήρυγμά του της Β΄ Κυριακής των Νηστειών του 1963, επανέλαβε και πάλι την ανάγκη το ευχαριστιακό βίωμα να συνεχισθεί και να νοηματοδοτήσει έμπρακτα την καθημερινή ζωή.[9] Γράφει σχετικά: Στο Ετζμιατζίν, στο τέλος της Διασκέψεως, χρησιμοποίησα τμήμα αυτής της ομιλίας (ενν. της Β΄ Κυριακής των Νηστειών) ως “Meditation”, για να προωθήσω περαιτέρω την αναζήτηση της Επιτροπής, τονίζοντας την ανάγκη της συνεχίσεως της Λειτουργίας στη ζωή με τη φράση “liturgy after  the Liturgy”» [10] Όπως ο ίδιος σημειώνει, χρησιμοποίησε αυτό το απόσπασμα, υπογραμμίζοντας τη σημασία της θείας Λειτουργίας και κυρίως τη δυναμική της λειτουργικής εμπειρίας στην καθημερινή ζωή, με την κωδικοποιημένη προτροπή «λειτουργία μετά τη Λειτουργία» (στην αγγλική γλώσσα “liturgy afterLiturgy”).

Συγκεκριμένα  τότε επεσήμανε: «Η Λειτουργία πρέπει να συνεχίζεται στις προσωπικές, καθημερινές συνθήκες. Κάθε πιστός καλείται να συνεχίσει μια προσωπική “λειτουργία” επάνω στο μυστικό θυσιαστήριο της καρδιάς του, να πραγματώσει μια ζωντανή διακήρυξη του Ευαγγελίου “υπέρ του σύμπαντος κόσμου”. Εφόσον με το ευχαριστιακό γεγονός ενσωματωνόμαστε σ’  Αυτόν, ο οποίος ήλθε να διακονήσει τον κόσμο και να θυσιαστεί γι’  αυτόν, οφείλουμε να εκφράσουμε, με συγκεκριμένη διακονία στη ζωή της κοινωνίας, το νέο μας είναι εν Χριστώ, τωΔιακόνω πάντων. Η ευχαριστιακή θυσία πρέπει να προεκταθεί σε προσωπικές θυσίες για τον λαό, τον οποίο ταλαιπωρούν τόσες ανάγκες, υπέρ των αδελφών για τους οποίους ο Χριστός απέθανε […] με σκοπό την απελευθέρωση των ανθρώπων από όλες τις δαιμονικές δομές αδικίας, εκμεταλλεύσεως, αγωνίας, μοναξιάς και τη δημιουργία μιας πραγματικής κοινωνίας προσώπων εν αγάπη».[11]

«Η Λειτουργία είναι η ευχαριστία μας για τον κόσμο, για λογαριασμό του κόσμου˙ και η εν Χριστώ αποκατάσταση του πεπτωκότος κόσμου. Είναι η εικόνα της Βασιλείας˙ είναι η μεταμόρφωση του κόσμου σε Εκκλησία (…) Η Λειτουργία καθίσταται μαρτυρία και ιεραποστολή. Και ιεραποστολή δεν σημαίνει απλώς αναγγελία της εν Χριστώ σωτηρίας, αλλά κυρίως φανέρωσή της και πρόσκληση σε δοξολογική συμμετοχή στο γεγονός της σωτηρίας εν Χριστώ δια του Αγίου Πνεύματος. (…) Υπάρχει μια άλλης μορφής λειτουργία (“έργον λαού”). Χάριν του λαού, την οποία οφείλει κάθε πιστός να συνεχίζει προσωπικά μετά την τέλεση της Λειτουργίας στον ναό. “Μια λειτουργία μετά τη Λειτουργία”. Έτσι, η Λειτουργία γίνεται ζωή και ολόκληρη η ζωή υψώνεται σε Θεία Λειτουργία».[12]Στο παράθεμα αυτό ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ουσιαστικά τόνισε τη δυναμική του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης ζωής,  συνδέοντας συγχρόνως το παρόν  με την προσδοκία της Βασιλείας του Θεού. Ο αγώνας και η διαρκής πάλη των χριστιανών για τη μεταμόρφωση αυτού του κόσμου σε «καινό»[13]έχει ευχαριστιακή αφετηρία. Στη θεολογική του σκέψη έσχατα και παρόν συναντιούνται στην ευχαριστιακή στάση ζωής των χριστιανών και στη μαρτυρία του Ευαγγελίου στην κοινωνία.

Στη συνέχεια αυτής της εισήγησης ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος παρέδωσε και τους βασικούς άξονες, πάνω στους οποίους  τα επόμενα χρόνια διάφοροι θεολόγοι, στήριξαν τις διαστάσεις της «λειτουργίας μετά τη Λειτουργία».[14] Συγκεκριμένα ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος υπογραμμίζει: «Αυτή η προσωπική καθημερινή στάση γίνεται ‘λειτουργική’ με την έννοια ότι: α) Αντλεί δύναμη από τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας μέσω του οποίου λαμβάνουμε τη χάρη του ελευθερούντος και ενοποιού Πνεύματος. β) Συνιστά την καλύτερη προετοιμασία για μία νέα, περισσότερο συνειδητή και υπαρξιακή συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία· και γ) Είναι μια ζώσα έκφραση -σε όρους καταληπτούς στον καθένα- της αληθούς μεταμορφώσεως του ανθρώπου εν Χριστώ».[15]

Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε η ιεραποστολική προτροπή «Λειτουργία μετά τη Λειτουργία», η οποία τις τελευταίες δεκαετίες απαντά συχνά στη βιβλιογραφία, σε προφορικές θεολογικές συζητήσεις και σε άλλες ευκαιρίες. Στην οικουμενική κίνησηάρχισε να διαδίδεται ευρέως και ειδικότερα στους κύκλους της Επιτροπής Παγκόσμιας Ιεραποστολής ( WorldMission) στα μέσα της δεκαετίας του ’70.O Ρουμάνος κληρικός π. IonBria, συνεργάτης του Αρχιεπισκόπου στην Επιτροπή Ιεραποστολής στο ΠΣΕ οικειοποιήθηκε τον όρο στον τίτλο ενός βιβλίου του σε βαθμό που αποσιωπήθηκε η γνήσια πατρότητά του. Ωστόσο πρώτος χρησιμοποίησε την κωδικοποιημένη προτροπή ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, αφού είχε εκτενώς αναλύσει το περιεχόμενό του, ενώ άλλοι ορθόδοξοι θεολόγοι ακολούθησαν για νατονίσουν την άμεση σχέση της λειτουργικής ζωής με την αποστολή των χριστιανών και τη μεταφορά του ευαγγελίου στα έθνη. Η σημασία της προτροπής συνδέθηκε επίσης και με τη διακονία της Εκκλησίας στην κοινωνίαως συνέχεια της συμμετοχής των πιστών στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.

 

Στρασβούργο 1978 – Βοστόνη 1995 – Αθήνα 2007

Στο μεταγενέστερο έργο του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου η προτροπή «Λειτουργία μετά τη Λειτουργία» αναλύεται σε ποικίλες διαστάσεις. Στο έργο «Ανακαλύπτοντας το Ορθόδοξο ιεραποστολικό ήθος»[16] το 1978 ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος επισημαίνει ιδιαίτερα τον βιωματικό χαρακτήρα της θείας Λειτουργίας. Το λατρευτικό βίωμα αποτελεί την απαρχή για τη σύναψη ουσιαστικών σχέσεων εν ελευθερία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Αυτή η ελευθερία σημαίνει άνοιγμα προς κάθε ετερότητα και προσπάθεια για την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων, ανεξαρτήτως των εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών, κοινωνικών, πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων. Έτσι λοιπόν η Ευχαριστία γίνεται τρόπος ζωής και εκφράζεται με την έμπρακτη αγάπη προς όλη τη δημιουργία. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος σημειώνει: «Βιώνοντας ο πιστός στη Λειτουργία την κοινωνία με τον Θεό […] ευρύνει τους ορίζοντες της σκέψεως και των ενδιαφερόντων του, αποκτά εσωτερικές δυνάμεις για τη συνέχιση μιας βιωματικής λειτουργίας μέσα στη ζωή: Για την ουσιαστική, δηλαδή, προώθηση της αδελφοσύνης στον κόσμο, τη γεφύρωση των διεστώτων, την κατάλυση κάθε είδους πολιτιστικών, γλωσσικών, πολιτικών φραγμών».[17]

Επιπρόσθετα η βιωματική ευχαριστιακή στάση ζωής εκφράζεται με την ανιδιοτελή διακονία των χριστιανών και σύσσωμης της Εκκλησίας προς κάθε άνθρωπο. Σε αυτό το πλαίσιο το λειτουργικό βίωμα επεκτείνεται στη διακονία και τη δράση των μαθητών/μαθητριών του Χριστού στον κοινωνικό χώρο. Σε αυτή τη θέση είναι ευδιάκριτος ο ανθρωπολογικός προσανατολισμός τη χριστιανικής διδασκαλίας.

Μάλιστα, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος επισημαίνει ότι ενώπιον του διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου, η συνέχεια της Λειτουργίας στην κοινωνία οδηγεί τη μαρτυρία σε νέες συνθήκες, με νέους τρόπους και νέα περιβάλλοντα.[18] Προφανώς ο λόγος γίνεται για τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες καθώς και για τους ψηφιακούς πολιτισμούς, που είναι υπό συνεχή διαμόρφωση. Πλέον «η λειτουργία μετά τη Λειτουργία» δύναται να επιτελείται από όλους τους χριστιανούς με την αξιοποίηση των ψηφιακών αγωγών επικοινωνίας, ώστε να κωδικοποιούν με νέους τρόπους το μήνυμα του Χριστού.[19] Ο Αρχιεπίσκοπος σημειώνει: «Αυτοί οι κώδικες επικοινωνίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αινίγματα ή απειλές, αλλά ως μια νέα γλώσσα μεταφοράς των αιωνίων μηνυμάτων του Ευαγγελίου».[20] Έτσι λοιπόν «η λειτουργία μετά τη Λειτουργία» εκφράζει το ευχαριστιακό ήθος που μεταλαμπαδεύει διαχρονικά και μέσα από ποικίλους αγωγούς τη ζωντανή παρουσία του Χριστού.

 

Μήνυμα Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας -Κρήτη 2016

            Στο επίσημο αυτό κείμενο της Αγίας και Μεγάλη Συνόδου, το οποίο συνέταξε ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος περιέλαβε τη βασική θεολογική του θέση για το χρέος της Εκκλησίας να δίδει τη μαρτυρία της «εις τους εγγύς και τους μακράν» συμπεριλαμβάνοντας  την προτροπή του «λειτουργία μετά τη Λειτουργία», η οποία με τον τρόπο αυτό απέκτησε διορθόδοξη αποδοχή: «Μετέχοντες στή Θεία Εὐχαριστία καί δεόμενοι ὑπέρτῆς οἰκουμένης ὀφείλουμ ενά συνεχίσουμε τή λειτουργία μετά τή Θεία Λειτουργία και νά δίδουμε τή μαρτυρία τῆς πίστεως πρός τούς ἐγγύςκαί τούς μακράν, συμφώνως προς τή σαφή ἐντολήτοῦ Κυρίου πρότῆςἈναλήψεώς Του: «καίἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλήμ και ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ και Σαμαρείᾳ και ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1:8). Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στίς σύγχρονες ἐκκοσμικευμένες κοινωνίες καί ὁ εὐαγγελισμός ἐκείνων πού ἀκόμη δεν ἔχουν γνωρίσει τόν Χριστό ἀποτελοῦν ἀδιάλειπτο χρέος τῆς Ἐκκλησίας.[21]

 

Τίρανα 2023

Εξήντα χρόνια μετά, το έτος 2023, η «λειτουργία μετά τη Λειτουργία» έχει διαδοθεί στον χριστιανικό κόσμο και με λιτό και περιεκτικό τρόπο δηλώνει ότι το κέντρο της χριστιανικής ζωής είναι η θεία Ευχαριστία. Οι χριστιανοί, μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας, κινούνται να μοιραστούν τη δωρεά που έλαβαν, ώστε  να μεταμορφωθεί ο κόσμος σε Βασιλεία του Θεού. Αυτή η στάση ζωής προϋποθέτει θυσία, που εμπνέεται από το παράδειγμα του Ιησού στον Νιπτήρα πριν από τη παράδοση του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας (Ιω. 13:1-17). Με τον τρόπο αυτό συνεχίζεται η αυτοθυσιαστική προσφορά του Χριστού στον κόσμο από τους μαθητές και τις μαθήτριές Του, διαμέσου των αιώνων.

Η πνευματική ζωή δεν είναι ολοκληρωμένη δίχως το έμπρακτο ενδιαφέρον για την οικουμένη και τη σωτηρία όλου του κόσμου. Αυτό το ενδιαφέρον ξεκινάει από την πρόγευση της Βασιλείας του Θεού στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όμως αυτή η συμμετοχή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ατομική υπόθεση, αλλά αγώνας διαρκής για την αναγγελία της Βασιλείας του Θεού σε όλη την κτίση.

Με λίγα λόγια, η«λειτουργία μετά τη Λειτουργία» αποτελεί μία πρωτότυπη και ευμνημόνευτη ιεραποστολική προτροπή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, η οποία μαζί με την αναστάσιμη εντολή του Ιησού Χριστού «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη»(Μτ 28:19) καθόρισαν την ιεραποστολική του μαρτυρία και την εκκλησιαστική του διακονία περισσότερο από 60 χρόνια, κατά την οποία εφαρμόστηκαν έμπρακτα με το αποστολικό του έργο. Η προτροπή αυτή υπενθυμίζει διαρκώς το χρέος των χριστιανών να εξέλθουν από τα όρια του ιερού ναού και να μοιραστούν με τον κόσμο τα δώρα που έλαβαν από τη θεία ευχαριστία με τους εγγύς και τους μακράν και να αγωνιστούνγια μεταμόρφωση του κόσμου σε Εκκλησία Χριστού.

 

 

[1] Αναστασίου (Γιαννουλάτου) Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού. Θεολογικές μελέτες και ομιλίες, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδας, Αθήνα 2007, σελ. 128-129.

[2]Πορευθέντες, τεύχ. 24 (1964), σελ. 58-59. Το κείμενο αναδημοσιεύτηκε και στο περιοδικό Ανάπλασις (Δεκ. 1964) καθώς και στη συλλογή άρθρων του ίδιου Έως εσχάτου της γης, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2009, σελ. 345-348, αλλά και στο βιβλίο με μελετήματα του ίδιου, Η λησμονημένη εντολή Πορευθέντες… από τον λήθαργο στην αφύπνιση, εκδ. Αποστολή Διακονία, Αθήνα 2013, σελ. 193—197.

[3]«Ορθόδοξη Ιεραποστολή και Θεία Ευχαριστία», Πορευθέντες, τεύχ. 24 (1964), σελ. 58-59.

[4]«Ορθόδοξη Ιεραποστολή και Θεία Ευχαριστία», ό.π..

[5]Για περισσότερα βλ. Θ. Παπαθανασίου, «Η “γενιά του ’60 και η ιεραποστολή»,  Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία – ‘Η θεολογία του ’60’, επιμ. Π. Καλαϊτζίδης, Θ. Ν. Παπαθανασίου, Θ. Αμπατζίδης, Πρακτικά θεολογικού Συνεδρίου από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Ι.Μ. Δημητριάδος και του περιοδικού «Σύναξη», εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2009, σελ. 372 κ.ε. Ν. Τσιρέβελου, Τα ιεραποστολικά περιοδικά και η αποτύπωση της Ορθόδοξης μαρτυρίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Επικοινωνιακή προσέγγιση, διδακτορική διατριβή, Τμήμα Θεολογίας, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, σελ. 43 κ.ε.

[6]«Ορθόδοξη Ιεραποστολή και Θεία Ευχαριστία», ό.π..

[7]«Ορθόδοξη Ιεραποστολή και Θεία Ευχαριστία», ό.π, σελ. 59.

[8]«Ορθόδοξη Ιεραποστολή και Θεία Ευχαριστία», ό.π..

[9]Αναστασίου (Γιαννουλάτου) Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ιεραποστολή,ό.π., σελ. 128-129.

[10]Αναστασίου (Γιαννουλάτου) Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ιεραποστολή, ό.π., σελ. 130.

[11]Σχετικά με το απόσπασμα βλ. Αναστασίου (Γιαννουλάτου) Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ιεραποστολή, ό.π.,  σελ. 131.

[12]Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ιεραποστολή, ό.π., σελ. 170.

[13]Αποκ. 21:5β: «ἰδοὺκαινὰποιῶπάντα».

[14]Για εκτενή ανάπτυξη του θέματος βλ. N. Tsirevelos, “The liturgy after the liturgy. An original missionary exhortation of Archbishop Anastasios of Albania”, Theology & Culture, Volume 5, 2022, pp 49-69.

[15]Βλ. Αναστασίου (Γιαννουλάτου) Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, ΙερΑποστολή, ό.π.,  σελ. 131.

[16]Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ιεραποστολή, ό.π., σελ. 156.

[17]Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ιεραποστολή, ό.π., σελ. 170.

[18]Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ιεραποστολή, ό.π., σελ. 294.

[19]Δ. Κούκουρα, Το κήρυγμα της Εκκλησίας και η διαμόρφωσή του. Ομιλία-Λόγος, εκδ. Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 17.

[20]Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ιεραποστολή, ό.π., σελ. 295.

[21]Μήνυμα Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίαςhttps://holycouncil.org/message_el